Anonymous

σάττω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φορτώνω]], [[σαμαρώνω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα σϝακ- ἤ σϝαγ-. Θέμα σαγ + j + ω → [[σάττω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σάγη]] (=φορτίο, σαμάρι), [[πανσαγία]] (=μ' ὅλες τίς ἀποσκευές), [[σαγήνη]] (=δίχτυ γιά ψάρεμα), [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], [[σάγος]] (=χοντρός [[μανδύας]]), [[σάκος]] ἤ [[σάκος]], ὁ (=σακούλι), [[σάκος]], τό (=ἀσπίδα), [[σακός]] ἤ [[σηκός]] (=μάντρα, [[ἱερός]] [[περίβολος]]), σάκτος, ὁ (=[[σάκος]]), [[σακτήρ]], [[σακτός]] (=παραγεμισμένος), [[σάκτρα]] (=ζεμπίλι), [[σάκτωρ]] (=φορτωτής), [[σακχυφάντης]] (=αὐτός πού ὑφαίνει σακκιά), [[σάξις]] (=παραγέμισμα), [[ἄσακτος]] (ἐνν. [[γῆ]] = ἀπάτητο [[χῶμα]]).
|mantxt=(=[[φορτώνω]], [[σαμαρώνω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα σϝακ- ἤ σϝαγ-. Θέμα σαγ + j + ω → [[σάττω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σάγη]] (=φορτίο, σαμάρι), [[πανσαγία]] (=μ' ὅλες τίς ἀποσκευές), [[σαγήνη]] (=δίχτυ γιά ψάρεμα), [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], [[σάγος]] (=χοντρός [[μανδύας]]), [[σάκος]] ἤ [[σάκος]], ὁ (=[[σακούλι]]), [[σάκος]], τό (=[[ἀσπίδα]]), [[σακός]] ἤ [[σηκός]] (=μάντρα, [[ἱερός]] [[περίβολος]]), σάκτος, ὁ (=[[σάκος]]), [[σακτήρ]], [[σακτός]] (=[[παραγεμισμένος]]), [[σάκτρα]] (=[[ζεμπίλι]]), [[σάκτωρ]] (=[[φορτωτής]]), [[σακχυφάντης]] (=αὐτός πού ὑφαίνει σακκιά), [[σάξις]] (=[[παραγέμισμα]]), [[ἄσακτος]] (ἐνν. [[γῆ]] = ἀπάτητο [[χῶμα]]).
}}
}}