3,274,831
edits
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=κεντῶ μέ διάφορα χρώματα, κάνω κάτι ὡραῖο). Ἀπό τό [[ποικίλος]] (=[[πολύχρωμος]], παρδαλός, [[ἄστατος]], [[πολύπλοκος]], [[δολερός]]) ἀπό ρίζα πικ. Θέμα ποικίλ + jω → [[ποικίλλω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ποικιλία]], [[ποίκιλμα]], [[ποικιλμός]], [[ποίκιλσις]], [[ποικιλτέον]], [[ποικιλτής]], [[ποικιλτικός]], [[ποικιλτός]] (=κεντημένος), [[ποικίλτρια]], [[ποικιλεύς]], [[ποικιλείμων]] (=μέ κεντητό ροῦχο), [[ποικιλομήτης]] (=[[πολυμήχανος]]). | |mantxt=(=κεντῶ μέ διάφορα χρώματα, κάνω κάτι ὡραῖο). Ἀπό τό [[ποικίλος]] (=[[πολύχρωμος]], παρδαλός, [[ἄστατος]], [[πολύπλοκος]], [[δολερός]]) ἀπό ρίζα πικ. Θέμα ποικίλ + jω → [[ποικίλλω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ποικιλία]], [[ποίκιλμα]], [[ποικιλμός]], [[ποίκιλσις]], [[ποικιλτέον]], [[ποικιλτής]], [[ποικιλτικός]], [[ποικιλτός]] (=[[κεντημένος]]), [[ποικίλτρια]], [[ποικιλεύς]], [[ποικιλείμων]] (=μέ κεντητό ροῦχο), [[ποικιλομήτης]] (=[[πολυμήχανος]]). | ||
}} | }} |