Anonymous

ποικίλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κεντῶ μέ διάφορα χρώματα, κάνω κάτι ὡραῖο). Ἀπό τό [[ποικίλος]] (=[[πολύχρωμος]], παρδαλός, [[ἄστατος]], [[πολύπλοκος]], [[δολερός]]) ἀπό ρίζα πικ. Θέμα ποικίλ + jω → [[ποικίλλω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ποικιλία]], [[ποίκιλμα]], [[ποικιλμός]], [[ποίκιλσις]], [[ποικιλτέον]], [[ποικιλτής]], [[ποικιλτικός]], [[ποικιλτός]] (=κεντημένος), [[ποικίλτρια]], [[ποικιλεύς]], [[ποικιλείμων]] (=μέ κεντητό ροῦχο), [[ποικιλομήτης]] (=[[πολυμήχανος]]).
|mantxt=(=κεντῶ μέ διάφορα χρώματα, κάνω κάτι ὡραῖο). Ἀπό τό [[ποικίλος]] (=[[πολύχρωμος]], παρδαλός, [[ἄστατος]], [[πολύπλοκος]], [[δολερός]]) ἀπό ρίζα πικ. Θέμα ποικίλ + jω → [[ποικίλλω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ποικιλία]], [[ποίκιλμα]], [[ποικιλμός]], [[ποίκιλσις]], [[ποικιλτέον]], [[ποικιλτής]], [[ποικιλτικός]], [[ποικιλτός]] (=[[κεντημένος]]), [[ποικίλτρια]], [[ποικιλεύς]], [[ποικιλείμων]] (=μέ κεντητό ροῦχο), [[ποικιλομήτης]] (=[[πολυμήχανος]]).
}}
}}