Anonymous

πιπράσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=πουλῶ). Ἀπό ρίζα περα- τοῦ [[περάω]] [[πέρνημι]] (=στέλνω ἔξω ἀπό τή [[χώρα]]). Θέμα πραμέ [[συγκοπή]] τοῦ ε. Θέμα πρα + ἐνεστ. ἀναδ. πι → πιπρα + [[πρόσφυμα]] σκ → [[πιπράσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πρᾶσις]] (=πώληση), [[πράσιμος]] (=γιά πώληση), [[ἀπρασία]] (=ἔλλειψη ἀγοραστῶν), (νεοελλ. δημοπρασία), [[πρατέος]], [[πρατήρ]] -ῆρος (=[[πωλητής]]), [[πρατήριον]], [[πρατίας]] (=αὐτός πού πουλάει δημόσια πράγματα), [[πρατός]], [[ἄπρατος]] (=[[ἀπούλητος]]), [[πράτωρ]], [[πράτης]], [[μεταπράτης]], [[παλιμπράτης]] (=αὐτός πού ἀγοράζει καί τά μεταπουλάει), [[δημιόπρατα]] (=πράγματα πού τά παίρνει ὁ [[δῆμος]] καί τά πουλάει).
|mantxt=(=[[πουλῶ]]). Ἀπό ρίζα περα- τοῦ [[περάω]] [[πέρνημι]] (=στέλνω ἔξω ἀπό τή [[χώρα]]). Θέμα πραμέ [[συγκοπή]] τοῦ ε. Θέμα πρα + ἐνεστ. ἀναδ. πι → πιπρα + [[πρόσφυμα]] σκ → [[πιπράσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πρᾶσις]] (=[[πώληση]]), [[πράσιμος]] (=γιά πώληση), [[ἀπρασία]] (=ἔλλειψη ἀγοραστῶν), (νεοελλ. δημοπρασία), [[πρατέος]], [[πρατήρ]] -ῆρος (=[[πωλητής]]), [[πρατήριον]], [[πρατίας]] (=αὐτός πού πουλάει δημόσια πράγματα), [[πρατός]], [[ἄπρατος]] (=[[ἀπούλητος]]), [[πράτωρ]], [[πράτης]], [[μεταπράτης]], [[παλιμπράτης]] (=αὐτός πού ἀγοράζει καί τά μεταπουλάει), [[δημιόπρατα]] (=πράγματα πού τά παίρνει ὁ [[δῆμος]] καί τά πουλάει).
}}
}}