Anonymous

νυστάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[θέλω]] νά κοιμηθῶ). Ἀπό τό [[νευστάζω]] (=γέρνω τό κεφάλι) πού παράγεται ἀπό τό [[νεύω]] (=γέρνω).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νύσταγμα]], [[νυσταγμός]], [[νυστακτής]], [[νύσταξις]], [[νυστακτικῶς]], [[νυσταλέος]], [[νύσταλος]], [[νυσταλογερόντιον]].
|mantxt=(=[[θέλω]] νά κοιμηθῶ). Ἀπό τό [[νευστάζω]] (=γέρνω τό κεφάλι) πού παράγεται ἀπό τό [[νεύω]] (=[[γέρνω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νύσταγμα]], [[νυσταγμός]], [[νυστακτής]], [[νύσταξις]], [[νυστακτικῶς]], [[νυσταλέος]], [[νύσταλος]], [[νυσταλογερόντιον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>[[nicken]]</i>; bes. im Schlafe, <i>[[schlafen]]</i>, Ar. <i>Av</i>. 638; [[ὥσπερ]] οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, Plat. <i>Apol</i>. 31a; auch übertragen, <i>nicht Acht [[geben]], [[schläfrig]], [[nachlässig]] sein</i>, μηδὲν δεῖσθαι νυστάζοντος δικαστοῦ, <i>Rep</i>. III.405c; τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει, <i>Legg</i>. V.747b; Sp., wie Plut., χρὴ πολυμαθοῦς καὶ οὐ νυστάζοντος ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς πράγμασιν [[ἀνδρός]], <i>Conv</i>. 5.2.
|ptext=<i>[[nicken]]</i>; bes. im Schlafe, <i>[[schlafen]]</i>, Ar. <i>Av</i>. 638; [[ὥσπερ]] οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, Plat. <i>Apol</i>. 31a; auch übertragen, <i>nicht Acht [[geben]], [[schläfrig]], [[nachlässig]] sein</i>, μηδὲν δεῖσθαι νυστάζοντος δικαστοῦ, <i>Rep</i>. III.405c; τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει, <i>Legg</i>. V.747b; Sp., wie Plut., χρὴ πολυμαθοῦς καὶ οὐ νυστάζοντος ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς πράγμασιν [[ἀνδρός]], <i>Conv</i>. 5.2.
}}
}}