Anonymous

σπιλόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=κηλιδώνω, [[μολύνω]], λερώνω). Ἀπό τό οὐσ. [[σπίλος]] (=λέρα).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἄσπιλος]] (=[[ἀμόλυντος]]), [[σπιλώδης]], [[σπίλωμα]] (=λέρα), [[σπιλωτός]].
|mantxt=-ῶ (=κηλιδώνω, [[μολύνω]], λερώνω). Ἀπό τό οὐσ. [[σπίλος]] (=[[λέρα]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἄσπιλος]] (=[[ἀμόλυντος]]), [[σπιλώδης]], [[σπίλωμα]] (=[[λέρα]]), [[σπιλωτός]].
}}
}}