3,270,341
edits
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[καπνίζω]], ζαλίζω, [[σκοτίζω]]). Ἀρχικά ἦταν θύφω (=[[τύφω]]). Ἀπό ρίζα τυφ- πού [[ἴσως]] εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς θυ- ([[θύω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυφεδών]], ἡ (=φλόγωση), [[τυφεδανός]], [[τυφλός]], [[τυφλόω]] -ῶ, [[τύφλωσις]], (ἀπο, ἐκ) [[τύφλωσις]], [[τυφλωτικός]], ἐκτυφλωτικός, [[τῦφος]], [[τυφόω]] -ῶ, [[τυφώδης]], [[Τυφωεύς]], [[Τυφῶν]], τυφῶνῶνος (=[[θύελλα]]), [[Τυφώς]]. | |mantxt=(=[[καπνίζω]], ζαλίζω, [[σκοτίζω]]). Ἀρχικά ἦταν θύφω (=[[τύφω]]). Ἀπό ρίζα τυφ- πού [[ἴσως]] εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς θυ- ([[θύω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυφεδών]], ἡ (=[[φλόγωση]]), [[τυφεδανός]], [[τυφλός]], [[τυφλόω]] -ῶ, [[τύφλωσις]], (ἀπο, ἐκ) [[τύφλωσις]], [[τυφλωτικός]], ἐκτυφλωτικός, [[τῦφος]], [[τυφόω]] -ῶ, [[τυφώδης]], [[Τυφωεύς]], [[Τυφῶν]], τυφῶνῶνος (=[[θύελλα]]), [[Τυφώς]]. | ||
}} | }} |