Anonymous

τύφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καπνίζω]], ζαλίζω, [[σκοτίζω]]). Ἀρχικά ἦταν θύφω (=[[τύφω]]). Ἀπό ρίζα τυφ- πού [[ἴσως]] εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς θυ- ([[θύω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυφεδών]], ἡ (=φλόγωση), [[τυφεδανός]], [[τυφλός]], [[τυφλόω]] -ῶ, [[τύφλωσις]], (ἀπο, ἐκ) [[τύφλωσις]], [[τυφλωτικός]], ἐκτυφλωτικός, [[τῦφος]], [[τυφόω]] -ῶ, [[τυφώδης]], [[Τυφωεύς]], [[Τυφῶν]], τυφῶνῶνος (=[[θύελλα]]), [[Τυφώς]].
|mantxt=(=[[καπνίζω]], ζαλίζω, [[σκοτίζω]]). Ἀρχικά ἦταν θύφω (=[[τύφω]]). Ἀπό ρίζα τυφ- πού [[ἴσως]] εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς θυ- ([[θύω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυφεδών]], ἡ (=[[φλόγωση]]), [[τυφεδανός]], [[τυφλός]], [[τυφλόω]] -ῶ, [[τύφλωσις]], (ἀπο, ἐκ) [[τύφλωσις]], [[τυφλωτικός]], ἐκτυφλωτικός, [[τῦφος]], [[τυφόω]] -ῶ, [[τυφώδης]], [[Τυφωεύς]], [[Τυφῶν]], τυφῶνῶνος (=[[θύελλα]]), [[Τυφώς]].
}}
}}