Anonymous

χωλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κουτσός]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ [[χαλάω]] (=χαλαρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χωλαίνω]] (=κουτσαίνω), [[χώλανσις]], [[χώλασμα]], [[χωλεύω]] (=εἶμαι κουτσός), [[χωλεία]], [[χώλευμα]], [[χωλότης]], χωλοῦμαι (=[[γίνομαι]] κουτσός), [[χώλωμα]], [[χώλωσις]].
|mantxt=(=[[κουτσός]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ [[χαλάω]] (=[[χαλαρώνω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χωλαίνω]] (=[[κουτσαίνω]]), [[χώλανσις]], [[χώλασμα]], [[χωλεύω]] (=εἶμαι κουτσός), [[χωλεία]], [[χώλευμα]], [[χωλότης]], χωλοῦμαι (=[[γίνομαι]] κουτσός), [[χώλωμα]], [[χώλωσις]].
}}
}}
{{trml
{{trml