Anonymous

σκόλοψ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-οπος (=παλούκι). Ἴσως συγγενικό μέ τό [[σκάλοψ]] (=τυφλοπόντικας), τοῦ [[σκάλλω]] (=τσαπίζω).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκολοπίζω]], [[σκολοπισμός]], [[σκολοπώδης]] καί [[ἴσως]] τό [[σκολόπαξ]].
|mantxt=-οπος (=[[παλούκι]]). Ἴσως συγγενικό μέ τό [[σκάλοψ]] (=[[τυφλοπόντικας]]), τοῦ [[σκάλλω]] (=[[τσαπίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκολοπίζω]], [[σκολοπισμός]], [[σκολοπώδης]] καί [[ἴσως]] τό [[σκολόπαξ]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes