Anonymous

πορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[πόρος]] πού παράγεται ἀπό ρίζα περ- τοῦ [[περάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πορεύω]]: [[πορεία]], [[πορεῖον]] (=ἁμάξι), [[πόρευμα]], [[πόρευσις]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτέος]], πορευτέον, [[πορευτικός]], [[πορευτός]], [[δυσπόρευτος]], [[πεζοπόρος]].
|mantxt=Ἀπό τό [[πόρος]] πού παράγεται ἀπό ρίζα περ- τοῦ [[περάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πορεύω]]: [[πορεία]], [[πορεῖον]] (=[[ἁμάξι]]), [[πόρευμα]], [[πόρευσις]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτέος]], πορευτέον, [[πορευτικός]], [[πορευτός]], [[δυσπόρευτος]], [[πεζοπόρος]].
}}
}}