Anonymous

σκῦτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[δέρμα]], πετσί, τομάρι). Καί [[κύτος]] (=[[δέρμα]]). Ἀπό ρίζα σκυ-, ἴδια μέ τοῦ [[σκεῦος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυτάριον]] (ὑποκορ.), [[σκυτεύω]] (=εἶμαι τσαγγάρης), [[σκυτεύς]], [[σκυτεία]], [[σκυτεῖον]] (=ὑποδηματοποιεῖον), [[σκύτευσις]], [[σκυτικός]], [[σκύτινος]] (=[[δερμάτινος]]), [[σκυτοτόμος]] (=τσαγγάρης), [[σκυτοτομία]], σκυτοτομῶ, [[σκυτοτομεῖον]], [[σκυτόω]] (=πετσώνω), [[σκυτώδης]].
|mantxt=τό (=[[δέρμα]], πετσί, τομάρι). Καί [[κύτος]] (=[[δέρμα]]). Ἀπό ρίζα σκυ-, ἴδια μέ τοῦ [[σκεῦος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σκυτάριον]] (ὑποκορ.), [[σκυτεύω]] (=εἶμαι τσαγγάρης), [[σκυτεύς]], [[σκυτεία]], [[σκυτεῖον]] (=[[ὑποδηματοποιεῖον]]), [[σκύτευσις]], [[σκυτικός]], [[σκύτινος]] (=[[δερμάτινος]]), [[σκυτοτόμος]] (=[[τσαγγάρης]]), [[σκυτοτομία]], σκυτοτομῶ, [[σκυτοτομεῖον]], [[σκυτόω]] (=[[πετσώνω]]), [[σκυτώδης]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes