Anonymous

τεκμήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀπόδειξη). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], τεκμαρτέον, [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], διστέκμαρτος, τεκμηριῶ (=ἀποδεικνύω), [[τεκμηρίωσις]] (=ἀπόδειξη).
|mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], τεκμαρτέον, [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], διστέκμαρτος, τεκμηριῶ (=[[ἀποδεικνύω]]), [[τεκμηρίωσις]] (=[[ἀπόδειξη]]).
}}
}}