Anonymous

ταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[τάλας]] (=[[τλάω]]) + [[πηρός]] (=σακάτης) τοῦ [[πάσχω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταλαιπωρία]], ταλαιπωρῶ, [[ταλαιπώρημα]], [[ταλαιπώρησις]], [[ἀταλαίπωρος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τλάω]].
|mantxt=Ἀπό τό [[τάλας]] (=[[τλάω]]) + [[πηρός]] (=[[σακάτης]]) τοῦ [[πάσχω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταλαιπωρία]], ταλαιπωρῶ, [[ταλαιπώρημα]], [[ταλαιπώρησις]], [[ἀταλαίπωρος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τλάω]].
}}
}}