Anonymous

στείβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=πατῶ, τσαλαπατῶ, [[βαδίζω]]). Ἀπό ρίζα στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ [[στέμβω]]. Θέματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στιβάζω]] (=πατῶ), [[στιβαρός]] (=[[δυνατός]], [[στερεός]]), [[στιβάς]] άδος (=ἀχυρόστρωμα), [[στίβος]] (=[[δρόμος]] πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), [[στιβέω]] -ῶ (=περπατῶ), [[στιβεία]], [[στιβεύς]] (=[[ὁδοιπόρος]]), [[στίβη]] (=[[πάχνη]]), [[ἀστιβής]] (=[[ἀπάτητος]], [[ἔρημος]]), [[στιπτός]] ἤ [[στειπτός]] (=πατημένος), [[στιπτός]] [[γέρων]] (=γέροντας σκληραγωγημένος), [[στῖφος]], τό (=[[σῶμα]] συμπυκνωμένο, πυκνή παράταξη), [[στιφρός]] (=[[στερεός]]), [[στοιβή]] (=παραγέμισμα, [[σωρός]], [[ὄγκος]]), [[στοιβάζω]] (=συμπυκνώνω).
|mantxt=(=πατῶ, τσαλαπατῶ, [[βαδίζω]]). Ἀπό ρίζα στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ [[στέμβω]]. Θέματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στιβάζω]] (=[[πατῶ]]), [[στιβαρός]] (=[[δυνατός]], [[στερεός]]), [[στιβάς]] άδος (=[[ἀχυρόστρωμα]]), [[στίβος]] (=[[δρόμος]] πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), [[στιβέω]] -ῶ (=[[περπατῶ]]), [[στιβεία]], [[στιβεύς]] (=[[ὁδοιπόρος]]), [[στίβη]] (=[[πάχνη]]), [[ἀστιβής]] (=[[ἀπάτητος]], [[ἔρημος]]), [[στιπτός]] ἤ [[στειπτός]] (=[[πατημένος]]), [[στιπτός]] [[γέρων]] (=γέροντας σκληραγωγημένος), [[στῖφος]], τό (=[[σῶμα]] συμπυκνωμένο, πυκνή παράταξη), [[στιφρός]] (=[[στερεός]]), [[στοιβή]] (=παραγέμισμα, [[σωρός]], [[ὄγκος]]), [[στοιβάζω]] (=[[συμπυκνώνω]]).
}}
}}