3,274,123
edits
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-φρενός ἡ (=ἡ καρδιά, τό μυαλό). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανό συγγενικό μέ τό [[πορφύρω]] (=ἀναπηδῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ριζα: [[φρενήρης]], [[φρενῖτις]] (=[[πυρετός]] μαζί μέ [[παραφροσύνη]]), [[φρενιτικός]], [[φρενιτίζω]] (=[[ἔχω]] ψηλό πυρετό), [[φρενοβλαβής]], [[φρενόω]] -ῶ, [[ἄφρων]], [[εὔφρων]], [[εὐφραίνω]], [[κακόφρων]], [[πρόφρων]], [[σώφρων]], φρονῶ, [[φροντίς]], [[φροντίζω]], [[παράφρων]], παραφρονῶ, [[χαλίφρων]] (=ἐλαφρόμυαλος), [[φρενολῃστής]] (=ἀπατεώνας), [[φρενομανής]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοπληξία]] (=[[μανία]]), [[φρενόπληκτος]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοκηδής]] (=αὐτός πού θλίβει τήν καρδιά), [[φρενοθελγής]] (=[[θελκτικός]]). | |mantxt=-φρενός ἡ (=ἡ καρδιά, τό μυαλό). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανό συγγενικό μέ τό [[πορφύρω]] (=[[ἀναπηδῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ριζα: [[φρενήρης]], [[φρενῖτις]] (=[[πυρετός]] μαζί μέ [[παραφροσύνη]]), [[φρενιτικός]], [[φρενιτίζω]] (=[[ἔχω]] ψηλό πυρετό), [[φρενοβλαβής]], [[φρενόω]] -ῶ, [[ἄφρων]], [[εὔφρων]], [[εὐφραίνω]], [[κακόφρων]], [[πρόφρων]], [[σώφρων]], φρονῶ, [[φροντίς]], [[φροντίζω]], [[παράφρων]], παραφρονῶ, [[χαλίφρων]] (=[[ἐλαφρόμυαλος]]), [[φρενολῃστής]] (=[[ἀπατεώνας]]), [[φρενομανής]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοπληξία]] (=[[μανία]]), [[φρενόπληκτος]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοκηδής]] (=αὐτός πού θλίβει τήν καρδιά), [[φρενοθελγής]] (=[[θελκτικός]]). | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |