Anonymous

φρήν: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-φρενός ἡ (=ἡ καρδιά, τό μυαλό). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανό συγγενικό μέ τό [[πορφύρω]] (=ἀναπηδῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ριζα: [[φρενήρης]], [[φρενῖτις]] (=[[πυρετός]] μαζί μέ [[παραφροσύνη]]), [[φρενιτικός]], [[φρενιτίζω]] (=[[ἔχω]] ψηλό πυρετό), [[φρενοβλαβής]], [[φρενόω]] -ῶ, [[ἄφρων]], [[εὔφρων]], [[εὐφραίνω]], [[κακόφρων]], [[πρόφρων]], [[σώφρων]], φρονῶ, [[φροντίς]], [[φροντίζω]], [[παράφρων]], παραφρονῶ, [[χαλίφρων]] (=ἐλαφρόμυαλος), [[φρενολῃστής]] (=ἀπατεώνας), [[φρενομανής]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοπληξία]] (=[[μανία]]), [[φρενόπληκτος]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοκηδής]] (=αὐτός πού θλίβει τήν καρδιά), [[φρενοθελγής]] (=[[θελκτικός]]).
|mantxt=-φρενός ἡ (=ἡ καρδιά, τό μυαλό). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανό συγγενικό μέ τό [[πορφύρω]] (=[[ἀναπηδῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ριζα: [[φρενήρης]], [[φρενῖτις]] (=[[πυρετός]] μαζί μέ [[παραφροσύνη]]), [[φρενιτικός]], [[φρενιτίζω]] (=[[ἔχω]] ψηλό πυρετό), [[φρενοβλαβής]], [[φρενόω]] -ῶ, [[ἄφρων]], [[εὔφρων]], [[εὐφραίνω]], [[κακόφρων]], [[πρόφρων]], [[σώφρων]], φρονῶ, [[φροντίς]], [[φροντίζω]], [[παράφρων]], παραφρονῶ, [[χαλίφρων]] (=[[ἐλαφρόμυαλος]]), [[φρενολῃστής]] (=[[ἀπατεώνας]]), [[φρενομανής]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοπληξία]] (=[[μανία]]), [[φρενόπληκτος]] (=[[παράφρων]]), [[φρενοκηδής]] (=αὐτός πού θλίβει τήν καρδιά), [[φρενοθελγής]] (=[[θελκτικός]]).
}}
}}
{{trml
{{trml