σπαράσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ἀττ. [[σπαράττω]] (=ξεσχίζω, κατακομματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)[[σπαίρω]] (=σπαρταρῶ). Θέμα σπαράγ + j + ω → [[σπαράσσω]] ἤ -ττω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπάραγμα]], [[σπαραγματώδης]], [[σπαραγμός]], [[σπαράκτης]], [[σπάραξις]], σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
|mantxt=καί ἀττ. [[σπαράττω]] (=ξεσχίζω, κατακομματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)[[σπαίρω]] (=[[σπαρταρῶ]]). Θέμα σπαράγ + j + ω → [[σπαράσσω]] ἤ -ττω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπάραγμα]], [[σπαραγματώδης]], [[σπαραγμός]], [[σπαράκτης]], [[σπάραξις]], σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=secouer ; convulser
|ntstxt=secouer ; convulser
}}
}}