Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψεύδω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐξαπατῶ, ἀποθ.: [[ψεύδομαι]] = λέω ψέματα). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἡ ρίζα νά εἶναι ψυδ- ἤ ψυθ- (ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: [[ψυδρός]] = ψεύτικος, [[ψύθος]] = ψέμα) καί ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦταν [[ἴσως]] [[ψιθυρίζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψευδαλέος]], [[ψευδής]], [[ἀψευδής]], [[ψεῦδος]], [[ψεῦμα]] καί [[ψεῦσμα]], [[ψευστήρ]], [[ψεύστης]] (=ψεύτης), [[ψεύστειρα]], [[ἀδιάψευστος]] καί τά σύνθετα: [[ψευδομάρτυς]], [[ψευδομαρτυρία]], ψευδομαρυρῶ, [[ψευδολόγος]], [[ψευδώνυμος]] –ον, [[ψευδορρημοσύνη]] (=ψέμα).
|mantxt=(=ἐξαπατῶ, ἀποθ.: [[ψεύδομαι]] = λέω ψέματα). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἡ ρίζα νά εἶναι ψυδ- ἤ ψυθ- (ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: [[ψυδρός]] = ψεύτικος, [[ψύθος]] = ψέμα) καί ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦταν [[ἴσως]] [[ψιθυρίζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψευδαλέος]], [[ψευδής]], [[ἀψευδής]], [[ψεῦδος]], [[ψεῦμα]] καί [[ψεῦσμα]], [[ψευστήρ]], [[ψεύστης]] (=[[ψεύτης]]), [[ψεύστειρα]], [[ἀδιάψευστος]] καί τά σύνθετα: [[ψευδομάρτυς]], [[ψευδομαρτυρία]], ψευδομαρυρῶ, [[ψευδολόγος]], [[ψευδώνυμος]] –ον, [[ψευδορρημοσύνη]] (=[[ψέμα]]).
}}
}}
{{trml
{{trml