3,273,093
edits
Line 56: | Line 56: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=σπίτι). Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖκος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἴκαδε]] (=στήν πατρίδα), [[οἴκοι]] (=στήν πατρίδα, γιά στάση σέ τόπο), [[οἰκεῖος]], [[οἰκείως]], [[οἰκειότης]], [[οἰκειόω]] -ῶ (=κάνω κάποιον φίλο), [[οἰκείωμα]], [[οἰκείωσις]], [[οἰκειωτέον]], [[οἰκειωτικός]], [[οἰκέω]] -ῶ (=κατοικῶ), [[οἰκέτης]] και θηλ. [[οἰκέτις]], [[οἴκημα]], [[οἰκηματικός]], [[οἰκημάτιον]] (ὑποκορ.), [[οἴκησις]], ([[διοίκησις]], [[ἐνοίκησις]], [[ἐξοίκησις]], [[κατοίκησις]], [[μετοίκησις]], [[παροίκησις]], [[συνοίκησις]]), [[οἰκήσιμος]], [[οἰκητήρ]], [[οἰκητήριον]], [[κατοικητήριον]], [[οἰκητής]], [[διοικητής]], [[οἰκητικός]], [[διοικητικός]], [[οἰκητός]], [[ἀδιοίκητος]], [[ἀοίκητος]], [[δυσοίκητος]], [[οἰκήτωρ]] (=[[κάτοικος]]), [[οἰκία]], [[κατοικία]], [[συνοικία]], [[οἰκιακός]], [[οἰκίζω]], [[κατοικίδιος]], [[μέτοικος]], [[νεώσοικος]], [[οἰκοδόμος]], οἰκοδομῶ, [[οἰκοδόμημα]], [[οἰκοδόμησις]], [[οἰκοδομητέον]], [[οἰκοδομητικός]], [[οἰκοδομητός]], [[οἰκοδομικός]], [[οἴκοθεν]] (=ἀπό τήν πατρίδα), [[οἰκονόμος]], οἰκονομῶ (=[[διευθύνω]]), [[οἰκονόμημα]], [[οἰκονομητέον]], [[οἰκονομία]], [[οἰκονομικός]], [[ἀνοικονόμητος]], [[οἰκόπεδον]], [[οἰκότριψ]] (-ιβος) (=[[οἰκογενής]] [[δοῦλος]]), [[οἰκοφθόρος]] (=[[ἄσωτος]]), [[οἰκοφθορία]], οἰκοφθορῶ (=σπαταλῶ τήν [[περιουσία]]), [[πρόσοικος]] (=γειτονικός), [[οἰκουρός]], -όν ([[οὖρος]]), (=αὐτός πού φυλάει τό σπίτι, [[οἰκιακός]]), [[οἰκουρός]], ἡ (=νοικοκυρά), [[οἰκωφελής]], -ές (=αὐτός πού ὠφελεῖ τό σπίτι). | |mantxt=(=[[σπίτι]]). Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖκος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἴκαδε]] (=στήν πατρίδα), [[οἴκοι]] (=στήν πατρίδα, γιά στάση σέ τόπο), [[οἰκεῖος]], [[οἰκείως]], [[οἰκειότης]], [[οἰκειόω]] -ῶ (=κάνω κάποιον φίλο), [[οἰκείωμα]], [[οἰκείωσις]], [[οἰκειωτέον]], [[οἰκειωτικός]], [[οἰκέω]] -ῶ (=[[κατοικῶ]]), [[οἰκέτης]] και θηλ. [[οἰκέτις]], [[οἴκημα]], [[οἰκηματικός]], [[οἰκημάτιον]] (ὑποκορ.), [[οἴκησις]], ([[διοίκησις]], [[ἐνοίκησις]], [[ἐξοίκησις]], [[κατοίκησις]], [[μετοίκησις]], [[παροίκησις]], [[συνοίκησις]]), [[οἰκήσιμος]], [[οἰκητήρ]], [[οἰκητήριον]], [[κατοικητήριον]], [[οἰκητής]], [[διοικητής]], [[οἰκητικός]], [[διοικητικός]], [[οἰκητός]], [[ἀδιοίκητος]], [[ἀοίκητος]], [[δυσοίκητος]], [[οἰκήτωρ]] (=[[κάτοικος]]), [[οἰκία]], [[κατοικία]], [[συνοικία]], [[οἰκιακός]], [[οἰκίζω]], [[κατοικίδιος]], [[μέτοικος]], [[νεώσοικος]], [[οἰκοδόμος]], οἰκοδομῶ, [[οἰκοδόμημα]], [[οἰκοδόμησις]], [[οἰκοδομητέον]], [[οἰκοδομητικός]], [[οἰκοδομητός]], [[οἰκοδομικός]], [[οἴκοθεν]] (=ἀπό τήν πατρίδα), [[οἰκονόμος]], οἰκονομῶ (=[[διευθύνω]]), [[οἰκονόμημα]], [[οἰκονομητέον]], [[οἰκονομία]], [[οἰκονομικός]], [[ἀνοικονόμητος]], [[οἰκόπεδον]], [[οἰκότριψ]] (-ιβος) (=[[οἰκογενής]] [[δοῦλος]]), [[οἰκοφθόρος]] (=[[ἄσωτος]]), [[οἰκοφθορία]], οἰκοφθορῶ (=σπαταλῶ τήν [[περιουσία]]), [[πρόσοικος]] (=[[γειτονικός]]), [[οἰκουρός]], -όν ([[οὖρος]]), (=αὐτός πού φυλάει τό σπίτι, [[οἰκιακός]]), [[οἰκουρός]], ἡ (=[[νοικοκυρά]]), [[οἰκωφελής]], -ές (=αὐτός πού ὠφελεῖ τό σπίτι). | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes |