Anonymous

στραγγεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=συμπιέζομαι, στρέφομαι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, ἀργοπορῶ). Ἀπό τό οὐσ. [[στράγξ]] [[στραγγός]] (=σταγόνα), ἀπό ρίζα στραγγ-. (λατιν. [[stringo]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στραγγεία]] (=χρονοτριβή), [[στραγγεῖον]], [[στράγγευμα]] κι ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: [[στραγγάλη]] (=σχοινί γιά [[κρέμασμα]]), [[στραγγαλίς]], [[στραγγαλίζω]], [[στραγγίζω]], [[στραγγουρία]], [[στρογγύλος]].
|mantxt=(=συμπιέζομαι, στρέφομαι ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, ἀργοπορῶ). Ἀπό τό οὐσ. [[στράγξ]] [[στραγγός]] (=[[σταγόνα]]), ἀπό ρίζα στραγγ-. (λατιν. [[stringo]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στραγγεία]] (=[[χρονοτριβή]]), [[στραγγεῖον]], [[στράγγευμα]] κι ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: [[στραγγάλη]] (=σχοινί γιά [[κρέμασμα]]), [[στραγγαλίς]], [[στραγγαλίζω]], [[στραγγίζω]], [[στραγγουρία]], [[στρογγύλος]].
}}
}}