Anonymous

ἀντιπλήξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=κτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=μαλώνω), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]].
|mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=[[κτυπῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=[[μαλώνω]]), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]].
}}
}}