Anonymous

χάσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί μεταγ. [[χαίνω]] (=[[ἀνοίγω]] [[πολύ]] τό [[στόμα]] μου). Ἀπό τό [[χαίνω]] σχηματίζονται οἱ ἄλλοι χρόνοι τοῦ [[χάσκω]]. Ἀπό ρίζα χα- καί μέ ἐπέκταση χαν-. Θέμα χαν + πρόσφ. σκ + ω = χάνσκω = [[χάσκω]]. Εἶναι συγγενικό μέ τό [[ρῆμα]] [[χάζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χανδόν]] (=μέ ἀνοιχτό τό [[στόμα]], ἄπληστα), [[χανδός]] (=[[εὐρύχωρος]]), [[χάννη]], ἡ (=τό ψάρι [[χάννος]]), [[χάος]], [[χαώδης]], [[χάσμα]] (=βάραθρο, χασμουρητό), χασμῶμαι, [[χάσμη]] (=χασμούρημα), [[χάσμημα]], [[χάσμησις]], [[χασμώδης]], [[χασμωδία]], [[χασματίας]] (=[[δυνατός]] [[σεισμός]]), [[χάσκαξ]] (=χάχας), [[χάσκανον]] (=[[εἶδος]] φυτοῦ), [[χαῦνος]] (=[[χαλαρός]], [[μάταιος]]), [[χαυνότης]], [[χαυνόω]] -ῶ (=χαλαρώνω, [[γίνομαι]] ἀλαζόνας), [[χαύνωμα]], [[χαύνωσις]] (=χαλάρωση), (νεοελλ. ἀποχαύνωσις = [[ἀτονία]] καί [[ἀδράνεια]]), [[χειά]], ἡ (=τρύπα φιδιῶν), [[χήμη]], [[χήν]], χηνός (=ἡ χήνα, [[ἐπειδή]] ἀνοίγει τό μεγάλο [[ράμφος]] της).
|mantxt=καί μεταγ. [[χαίνω]] (=[[ἀνοίγω]] [[πολύ]] τό [[στόμα]] μου). Ἀπό τό [[χαίνω]] σχηματίζονται οἱ ἄλλοι χρόνοι τοῦ [[χάσκω]]. Ἀπό ρίζα χα- καί μέ ἐπέκταση χαν-. Θέμα χαν + πρόσφ. σκ + ω = χάνσκω = [[χάσκω]]. Εἶναι συγγενικό μέ τό [[ρῆμα]] [[χάζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χανδόν]] (=μέ ἀνοιχτό τό [[στόμα]], ἄπληστα), [[χανδός]] (=[[εὐρύχωρος]]), [[χάννη]], ἡ (=τό ψάρι [[χάννος]]), [[χάος]], [[χαώδης]], [[χάσμα]] (=βάραθρο, χασμουρητό), χασμῶμαι, [[χάσμη]] (=[[χασμούρημα]]), [[χάσμημα]], [[χάσμησις]], [[χασμώδης]], [[χασμωδία]], [[χασματίας]] (=[[δυνατός]] [[σεισμός]]), [[χάσκαξ]] (=[[χάχας]]), [[χάσκανον]] (=[[εἶδος]] φυτοῦ), [[χαῦνος]] (=[[χαλαρός]], [[μάταιος]]), [[χαυνότης]], [[χαυνόω]] -ῶ (=χαλαρώνω, [[γίνομαι]] ἀλαζόνας), [[χαύνωμα]], [[χαύνωσις]] (=[[χαλάρωση]]), (νεοελλ. ἀποχαύνωσις = [[ἀτονία]] καί [[ἀδράνεια]]), [[χειά]], ἡ (=τρύπα φιδιῶν), [[χήμη]], [[χήν]], χηνός (=ἡ χήνα, [[ἐπειδή]] ἀνοίγει τό μεγάλο [[ράμφος]] της).
}}
}}