Anonymous

ἐλαύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βάζω]] κάτι σέ κίνηση, ὁδηγῶ, προχωρῶ πάνω σ' ἁμάξι, [[καταδιώκω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα ελ- ἤ καλύτερα λαϝ → λαυμέ ε προθεματικό. Θέμα: ελακαί ἐλαυμέ τό [[πρόσφυμα]] νυ → ἐλα-νύ-ω καί μέ ἀντιμετάθεση τῶν γραμμάτων ν καί υ → [[ἐλαύνω]]. Ὁ μέλλοντας ἐλά-σ-ω → μέ [[ἀποβολή]] τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση [[ἐλάω]] -ῶ. Ὁ παρακείμενος παίρνει ἀττικό ἀναδιπλασιασμό ἐλ-έλα-κα → [[ἐλήλακα]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἔλασις]] (=[[ἐξορία]], [[ἐκστρατεία]]), [[ἀπέλασις]], [[προέλασις]], [[ἔλασμα]], [[ἐλατέον]], [[ἐλατήρ]] (=αὐτός πού διώχνει), [[ἐλάτης]], [[ἐλάτειρα]] (θηλ. τοῦ [[ἐλατήρ]]), [[ἐλατήριος]], ἐλατήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]=καθαρτικό), [[ἐλασείω]] (=[[θέλω]] νά ἱππεύσω), [[ἐλατός]], [[βοηλάτης]], [[ἁρματηλάτης]], [[ὀνηλάτης]] (=πού ὁδηγεῖ γαϊδούρια), [[διφρηλάτης]], [[ἀπελάτης]] (=ζωοκλέφτης), [[ἁμαξηλάτης]], [[κωπηλάτης]], [[ἰχνηλάτης]], [[στρατηλάτης]], [[εὐήλατος]] (=αὐτός ὅπου μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἱππεύει), [[νεήλατος]] (=[[καινούργιος]]), [[σφυρήλατος]], [[ἐξήλατος]], [[θεήλατος]], [[ζευγηλάτης]], [[ἱππηλάτης]], [[ξενηλασία]], [[τροχήλατος]], (νεοελλ. παρέλαση, βοϊδολάτης, ἐλαστικός, ποδήλατο).
|mantxt=(=[[βάζω]] κάτι σέ κίνηση, ὁδηγῶ, προχωρῶ πάνω σ' ἁμάξι, [[καταδιώκω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα ελ- ἤ καλύτερα λαϝ → λαυμέ ε προθεματικό. Θέμα: ελακαί ἐλαυμέ τό [[πρόσφυμα]] νυ → ἐλα-νύ-ω καί μέ ἀντιμετάθεση τῶν γραμμάτων ν καί υ → [[ἐλαύνω]]. Ὁ μέλλοντας ἐλά-σ-ω → μέ [[ἀποβολή]] τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση [[ἐλάω]] -ῶ. Ὁ παρακείμενος παίρνει ἀττικό ἀναδιπλασιασμό ἐλ-έλα-κα → [[ἐλήλακα]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἔλασις]] (=[[ἐξορία]], [[ἐκστρατεία]]), [[ἀπέλασις]], [[προέλασις]], [[ἔλασμα]], [[ἐλατέον]], [[ἐλατήρ]] (=αὐτός πού διώχνει), [[ἐλάτης]], [[ἐλάτειρα]] (θηλ. τοῦ [[ἐλατήρ]]), [[ἐλατήριος]], ἐλατήριον (ἐνν. [[φάρμακον]]=καθαρτικό), [[ἐλασείω]] (=[[θέλω]] νά ἱππεύσω), [[ἐλατός]], [[βοηλάτης]], [[ἁρματηλάτης]], [[ὀνηλάτης]] (=πού ὁδηγεῖ γαϊδούρια), [[διφρηλάτης]], [[ἀπελάτης]] (=[[ζωοκλέφτης]]), [[ἁμαξηλάτης]], [[κωπηλάτης]], [[ἰχνηλάτης]], [[στρατηλάτης]], [[εὐήλατος]] (=αὐτός ὅπου μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἱππεύει), [[νεήλατος]] (=[[καινούργιος]]), [[σφυρήλατος]], [[ἐξήλατος]], [[θεήλατος]], [[ζευγηλάτης]], [[ἱππηλάτης]], [[ξενηλασία]], [[τροχήλατος]], (νεοελλ. παρέλαση, βοϊδολάτης, ἐλαστικός, ποδήλατο).
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[recorrer]] como acción de la divinidad ἅγιος, ἅγιος ὁ βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος, ... ὁ ἐλάσας ὁδὸν ἐν τοῖς πτεροῖς τῶν ἀνέμων <b class="b3">Santo, Santo, el Rey del universo, el que recorre camino sobre las alas de los vientos</b> C 13 8  
|esmgtx=[[recorrer]] como acción de la divinidad ἅγιος, ἅγιος ὁ βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος, ... ὁ ἐλάσας ὁδὸν ἐν τοῖς πτεροῖς τῶν ἀνέμων <b class="b3">Santo, Santo, el Rey del universo, el que recorre camino sobre las alas de los vientos</b> C 13 8  
}}
}}