Anonymous

ἱκνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἱκνοῦμαι (=[[ἔρχομαι]], φτάνω). Εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῶν ποιητικῶν ρημ. ἳκω και [[ἱκάνω]], μέ ρίζα ϝικ + [[πρόσφυμα]] νε + ομαι → ϝικ-νέ-ομαι → ἱκ-νέ-ομαι → ἱκνοῦμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἱκανός]], [[ἱκανότης]], [[ἱκανῶς]], [[ἱκέτης]], [[ἱκετεύω]], [[ἱκετεία]] καί [[ἱκεσία]], [[ἱκέτευμα]], [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετεύσιμος]], [[ἱκετευτέος]], [[ἱκέτευσις]], [[ἱκετήριος]], [[ἱκετικός]], [[ἴκμενος]] (=[[ἄνεμος]] [[εὐνοϊκός]]), [[ἵκτωρ]] (=[[ἱκέτης]]), [[ἄφιξις]], [[προίξ]] (προίκ-ς) (=τά δῶρα τοῦ γάμου πού φτάνουν ἀπό πρίν), [[ἴχνος]], [[ἰχνεύω]], [[ἰχνευτής]], [[προΐκτης]] (=ζητιάνος), [[ἐφικτός]] (=κατορθωτός), ἀπρ ό σ ικτο ς (=ἀπ λησ ί ασ το ς), ἀν έ φικτο ς (=[[ἀκατόρθωτος]]), ἄικτος (=[[ἀπλησίαστος]]), [[ἰχνηλατῶ]], [[ἰχνηλάτης]].
|mantxt=ἱκνοῦμαι (=[[ἔρχομαι]], φτάνω). Εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῶν ποιητικῶν ρημ. ἳκω και [[ἱκάνω]], μέ ρίζα ϝικ + [[πρόσφυμα]] νε + ομαι → ϝικ-νέ-ομαι → ἱκ-νέ-ομαι → ἱκνοῦμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἱκανός]], [[ἱκανότης]], [[ἱκανῶς]], [[ἱκέτης]], [[ἱκετεύω]], [[ἱκετεία]] καί [[ἱκεσία]], [[ἱκέτευμα]], [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετεύσιμος]], [[ἱκετευτέος]], [[ἱκέτευσις]], [[ἱκετήριος]], [[ἱκετικός]], [[ἴκμενος]] (=[[ἄνεμος]] [[εὐνοϊκός]]), [[ἵκτωρ]] (=[[ἱκέτης]]), [[ἄφιξις]], [[προίξ]] (προίκ-ς) (=τά δῶρα τοῦ γάμου πού φτάνουν ἀπό πρίν), [[ἴχνος]], [[ἰχνεύω]], [[ἰχνευτής]], [[προΐκτης]] (=[[ζητιάνος]]), [[ἐφικτός]] (=[[κατορθωτός]]), ἀπρ ό σ ικτο ς (=ἀπ λησ ί ασ το ς), ἀν έ φικτο ς (=[[ἀκατόρθωτος]]), ἄικτος (=[[ἀπλησίαστος]]), [[ἰχνηλατῶ]], [[ἰχνηλάτης]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[rogar]], [[suplicar]] a un dios, parentético ἱκνοῦμαι, νῦν λάμψον, ἄναξ κόσμοιο, Σαβαώθ <b class="b3">te lo ruego, ilumíname ahora, señor del cosmos, Sabaot</b> P III 219 ἔγειρον, ἱκετῶ, τὸν σόν, ἱκνοῦμαι, φίλον <b class="b3">despierta, te suplico, a tu amigo, te lo ruego</b> P IV 195  
|esmgtx=[[rogar]], [[suplicar]] a un dios, parentético ἱκνοῦμαι, νῦν λάμψον, ἄναξ κόσμοιο, Σαβαώθ <b class="b3">te lo ruego, ilumíname ahora, señor del cosmos, Sabaot</b> P III 219 ἔγειρον, ἱκετῶ, τὸν σόν, ἱκνοῦμαι, φίλον <b class="b3">despierta, te suplico, a tu amigo, te lo ruego</b> P IV 195  
}}
}}