Anonymous

ὀφθαλμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 62: Line 62:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=μάτι). Ἀπό [[θέμα]] οπ- τοῦ [[ὁράω]] -ῶ + θαλμός ([[θάλαμος]]). Ἀρχικά ἦταν ὀπθαλμός → [[ὀφθαλμός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ὁράω]] -ῶ. Παράγωγα τοῦ [[ὀφθαλμός]]: [[ὀφθαλμία]] (=πονόματος), [[ὀφθαλμίας]] ([[ὀξυδερκής]]), [[ὀφθαλμιάω]] (=[[πάσχω]] ἀπό πονόματο, [[βλέπω]] μέ φθόνο), [[ὀφθαλμικός]], [[ὀφθαλμοφανής]], [[ὀφθαλμωρύχος]] (=αὐτός πού βγάζει τά μάτια), [[ὀφθαλμότεγκτος]] ([[τέγγω]]) (=αὐτός πού βρέχει τά μάτια).
|mantxt=(=[[μάτι]]). Ἀπό [[θέμα]] οπ- τοῦ [[ὁράω]] -ῶ + θαλμός ([[θάλαμος]]). Ἀρχικά ἦταν ὀπθαλμός → [[ὀφθαλμός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ὁράω]] -ῶ. Παράγωγα τοῦ [[ὀφθαλμός]]: [[ὀφθαλμία]] (=[[πονόματος]]), [[ὀφθαλμίας]] ([[ὀξυδερκής]]), [[ὀφθαλμιάω]] (=[[πάσχω]] ἀπό πονόματο, [[βλέπω]] μέ φθόνο), [[ὀφθαλμικός]], [[ὀφθαλμοφανής]], [[ὀφθαλμωρύχος]] (=αὐτός πού βγάζει τά μάτια), [[ὀφθαλμότεγκτος]] ([[τέγγω]]) (=αὐτός πού βρέχει τά μάτια).
}}
}}
{{elmes
{{elmes