Anonymous

ἄριστον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "op." to "op.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[πρόγευμα]], πρωινό φαγητό). ἐνῶ [[δεῖπνον]] = [[γεῦμα]], [[δόρπος]] = βραδινό φαγητό, [[πρόγευμα]], [[ἄριστον]] = [[γεῦμα]], [[δεῖπνον]] = βραδινό φαγητό]. Ἠ λέξη [[ἄριστον]] εἶναι σύνθετη ἀπό τό: ἀρι (ἦρι) = πρωί + στον (τοῦ ἔδω-ἐδτόν-ἐστόν = [[τρώγω]]) [[ἀρι-]]εδ-τον [[ἄριστον]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ἐσθίω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀριστάω]] -ῶ, ἀριστήριον (=τραπεζαρία), [[ἀριστητής]] (=αὐτός πού τρώει [[πολύ]]), [[ἀριστητικός]], [[ἀριστίζω]] (=[[δίνω]] σέ κάποιον [[πρόγευμα]]), ἀριστοποιοῦμαι (=[[προγευματίζω]]), ἀριστοποιία, [[ἀνάριστος]] (=ἀπρογευμάτιστος), [[ἀναρίστητος]], [[ἀναριστία]], ἀναριστῶ.
|mantxt=τό (=[[πρόγευμα]], πρωινό φαγητό). ἐνῶ [[δεῖπνον]] = [[γεῦμα]], [[δόρπος]] = βραδινό φαγητό, [[πρόγευμα]], [[ἄριστον]] = [[γεῦμα]], [[δεῖπνον]] = βραδινό φαγητό]. Ἠ λέξη [[ἄριστον]] εἶναι σύνθετη ἀπό τό: ἀρι (ἦρι) = πρωί + στον (τοῦ ἔδω-ἐδτόν-ἐστόν = [[τρώγω]]) [[ἀρι-]]εδ-τον [[ἄριστον]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ἐσθίω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀριστάω]] -ῶ, ἀριστήριον (=[[τραπεζαρία]]), [[ἀριστητής]] (=αὐτός πού τρώει [[πολύ]]), [[ἀριστητικός]], [[ἀριστίζω]] (=[[δίνω]] σέ κάποιον [[πρόγευμα]]), ἀριστοποιοῦμαι (=[[προγευματίζω]]), ἀριστοποιία, [[ἀνάριστος]] (=[[ἀπρογευμάτιστος]]), [[ἀναρίστητος]], [[ἀναριστία]], ἀναριστῶ.
}}
}}
{{trml
{{trml