3,274,827
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 , $3;") |
|||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=καί [[ἑρπύζω]] (=σέρνομαι). Ἡ ρίζα σερπμέ [[τροπή]] τοῦ σ σέ δασεία καί κατάληξη-ω → [[ἕρπω]]. (λατιν. [[serpo]], [[serpens]] = φίδι). Παρατατικός: ἔ-σερπον μέ [[ἀποβολή]] τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει → ἐ-ερπον → [[εἷρπον]]. Ὁ [[τύπος]] [[ἑρπύζω]] μεταγενέστερος, ὁ [[Ὅμηρος]] χρησιμοποιεῖ τόν ἐνεστ. οἱ ἀττικοί τόν ἀόριστο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑρπετόν]], [[ἕρπης]] -ητος, ὁ (=δερματικό [[νόσημα]] πού ἐξαπλώνεται), [[ἑρπήν]] -ῆνος, [[ἕρπυσις]], [[ἑρπυσμός]], [[ἑρπυστής]], [[ἑρπυστικός]], [[ἑρπυστήρ]] (νεοελλ. ἑρπύστρια (= ἁλυσίδα στά τάνκς, τρακτέρ κ.λπ.), [[ἕρπιλλα]] (=[[ὄνομα]] θαλάσσιου ζώου), [[ἕρψις]] (=σύρσιμο), [[χαμερπής]] (=[[ποταπός]]). | |mantxt=καί [[ἑρπύζω]] (=[[σέρνομαι]]). Ἡ ρίζα σερπμέ [[τροπή]] τοῦ σ σέ δασεία καί κατάληξη-ω → [[ἕρπω]]. (λατιν. [[serpo]], [[serpens]] = φίδι). Παρατατικός: ἔ-σερπον μέ [[ἀποβολή]] τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει → ἐ-ερπον → [[εἷρπον]]. Ὁ [[τύπος]] [[ἑρπύζω]] μεταγενέστερος, ὁ [[Ὅμηρος]] χρησιμοποιεῖ τόν ἐνεστ. οἱ ἀττικοί τόν ἀόριστο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑρπετόν]], [[ἕρπης]] -ητος, ὁ (=δερματικό [[νόσημα]] πού ἐξαπλώνεται), [[ἑρπήν]] -ῆνος, [[ἕρπυσις]], [[ἑρπυσμός]], [[ἑρπυστής]], [[ἑρπυστικός]], [[ἑρπυστήρ]] (νεοελλ. ἑρπύστρια (= ἁλυσίδα στά τάνκς, τρακτέρ κ.λπ.), [[ἕρπιλλα]] (=[[ὄνομα]] θαλάσσιου ζώου), [[ἕρψις]] (=[[σύρσιμο]]), [[χαμερπής]] (=[[ποταπός]]). | ||
}} | }} |