Anonymous

ὀλισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=γλιστρῶ). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[λισσός]] (=[[λεῖος]]). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=[[λεῖος]], [[φαλακρός]]), [[γλίσχρος]]. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό [[πρόσφυμα]] αν → [[ὀλισθάνω]] καί ὀλισθάν-j-ω→ [[ὀλισθαίνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλίσθημα]] (=γλίστρημα), [[ὀλισθηρός]] (=γλιστερός), [[ὀλίσθησις]], [[ὀλισθητικός]], [[ὄλισθος]], [[εὐολίσθητος]].
|mantxt=(=[[γλιστρῶ]]). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[λισσός]] (=[[λεῖος]]). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=[[λεῖος]], [[φαλακρός]]), [[γλίσχρος]]. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό [[πρόσφυμα]] αν → [[ὀλισθάνω]] καί ὀλισθάν-j-ω→ [[ὀλισθαίνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλίσθημα]] (=[[γλίστρημα]]), [[ὀλισθηρός]] (=[[γλιστερός]]), [[ὀλίσθησις]], [[ὀλισθητικός]], [[ὄλισθος]], [[εὐολίσθητος]].
}}
}}