Anonymous

αἰδοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ντρέπομαι, [[σέβομαι]]). Πιθανόν ἀπό ρίζα αγ- ἴδια μέ τῆς λέξης [[ἅγιος]] ([[ἅζομαι]]). Ἀπό τή ρίζα αισδπροῆλθε τό [[ρῆμα]]. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἡ [[αἰδώς]], [[αἴδεσις]], [[αἰδέσιμος]], [[αἰδεστέον]], [[αἰδεστικός]], [[αἰδεστός]], αἰδεσιμώτατος (γιά ἱερεῖς), [[αἰδοῖος]], [[αἰδήμων]], [[αἰδημοσύνη]], [[ἀναιδής]], καί [[αἶσχος]] (αἶδχος), [[αἰσχρός]], [[αἰσχύνω]], [[αἰσχύνη]], [[αἰσχροκερδής]], [[ἀναίσχυντος]], [[αἰσχυντηλός]].
|mantxt=(=[[ντρέπομαι]], [[σέβομαι]]). Πιθανόν ἀπό ρίζα αγ- ἴδια μέ τῆς λέξης [[ἅγιος]] ([[ἅζομαι]]). Ἀπό τή ρίζα αισδπροῆλθε τό [[ρῆμα]]. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἡ [[αἰδώς]], [[αἴδεσις]], [[αἰδέσιμος]], [[αἰδεστέον]], [[αἰδεστικός]], [[αἰδεστός]], αἰδεσιμώτατος (γιά ἱερεῖς), [[αἰδοῖος]], [[αἰδήμων]], [[αἰδημοσύνη]], [[ἀναιδής]], καί [[αἶσχος]] (αἶδχος), [[αἰσχρός]], [[αἰσχύνω]], [[αἰσχύνη]], [[αἰσχροκερδής]], [[ἀναίσχυντος]], [[αἰσχυντηλός]].
}}
}}