Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑτεροιόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπό τό [[ἑτεροῖος]] (=[[διαφορετικός]]), πού προέρχεται ἀπό τό [[ἕτερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑτεροιότης]], [[ἑτεροίωσις]] (=[[μεταβολή]]), [[ἑτεροιωτικός]].
|mantxt=-ῶ (=[[ἀλλοιώνω]], [[ἀλλάζω]]). Ἀπό τό [[ἑτεροῖος]] (=[[διαφορετικός]]), πού προέρχεται ἀπό τό [[ἕτερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑτεροιότης]], [[ἑτεροίωσις]] (=[[μεταβολή]]), [[ἑτεροιωτικός]].
}}
}}