Anonymous

ὠχρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=χλωμός, πρασινοκίτρινος). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ὤχρα]], [[ὠχραίνω]], [[ὠχραντικός]], [[ὠχράω]] -ῶ (=[[χλωμιάζω]]), [[ὠχρίασις]], [[ὠχριάω]] (=[[χλωμιάζω]]), [[ὠχρότης]] (=[[κιτρινάδα]]), [[ὦχρος]], ὁ (=[[κιτρινάδα]]), [[ὤχρωμα]], τό (=[[κιτρινάδα]]), [[ὠχροειδής]] (=[[κίτρινος]]), [[ὠχρόξανθος]] (=αὐτός πού [[ἔχει]] ξανθοκίτρινο [[χρῶμα]]), [[ὠχρομέλας]] (=[[μαυροκίτρινος]]).
|mantxt=(=[[χλωμός]], [[πρασινοκίτρινος]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ὤχρα]], [[ὠχραίνω]], [[ὠχραντικός]], [[ὠχράω]] -ῶ (=[[χλωμιάζω]]), [[ὠχρίασις]], [[ὠχριάω]] (=[[χλωμιάζω]]), [[ὠχρότης]] (=[[κιτρινάδα]]), [[ὦχρος]], ὁ (=[[κιτρινάδα]]), [[ὤχρωμα]], τό (=[[κιτρινάδα]]), [[ὠχροειδής]] (=[[κίτρινος]]), [[ὠχρόξανθος]] (=αὐτός πού [[ἔχει]] ξανθοκίτρινο [[χρῶμα]]), [[ὠχρομέλας]] (=[[μαυροκίτρινος]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>blaß</i>, insbes. <i>[[blaßgelb]], [[bleich]]</i>; Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 438; Alexis bei Ath. II.55a; Ar. <i>Nub</i>. 1016, <i>Plut</i>. 422 und [[öfter]]; Plat. erkl. τὸ δὲ ὠχρὸν γίγνεται λευκοῦ ξανθῷ μεμιγμένου, <i>Tim</i>. 68c.
|ptext=<i>blaß</i>, insbes. <i>[[blaßgelb]], [[bleich]]</i>; Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 438; Alexis bei Ath. II.55a; Ar. <i>Nub</i>. 1016, <i>Plut</i>. 422 und [[öfter]]; Plat. erkl. τὸ δὲ ὠχρὸν γίγνεται λευκοῦ ξανθῷ μεμιγμένου, <i>Tim</i>. 68c.
}}
}}