3,273,446
edits
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω, γανώνω). Ἀπό τό [[γάνος]] (=λαμπρότητα, γυαλάδα) ἀπό ρίζα γαϝ → γαυ + [[πρόσφυμα]] j → γαϝ-j-ω → [[γαίω]] (=[[χαίρω]]), καί μέ τό [[πρόσφυμα]] νο → γα-νό-ω → γανῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[γάνωσις]] (=[[γυάλισμα]]), [[γάνωμα]], [[γανωτός]] (=[[κασσιτερωμένος]]), [[γάνυμαι]] (=[[χαίρω]]), [[γάνυσμα]], [[γανάω]] (=[[λάμπω]]) καί ἀπό τή ρίζα γαυοἱ λέξεις: ἀγαυνός, [[ἀγαυρός]], [[ἄγαμαι]], [[γαῦρος]], γαυριῶ, [[γηθέω]]. | |mantxt=-ῶ (=κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω, γανώνω). Ἀπό τό [[γάνος]] (=[[λαμπρότητα]], [[γυαλάδα]]) ἀπό ρίζα γαϝ → γαυ + [[πρόσφυμα]] j → γαϝ-j-ω → [[γαίω]] (=[[χαίρω]]), καί μέ τό [[πρόσφυμα]] νο → γα-νό-ω → γανῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[γάνωσις]] (=[[γυάλισμα]]), [[γάνωμα]], [[γανωτός]] (=[[κασσιτερωμένος]]), [[γάνυμαι]] (=[[χαίρω]]), [[γάνυσμα]], [[γανάω]] (=[[λάμπω]]) καί ἀπό τή ρίζα γαυοἱ λέξεις: ἀγαυνός, [[ἀγαυρός]], [[ἄγαμαι]], [[γαῦρος]], γαυριῶ, [[γηθέω]]. | ||
}} | }} |