3,274,216
edits
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=λέω, [[ἰσχυρίζομαι]]). Ἀπό ρίζα φα- τοῦ [[φάω]], ἴδια μέ τό [[φαίνω]] (γιατί καί μέ τά λόγια φανερώνει κανείς κάτι). Θέματα: α) ἰσχυρό φη-, φω-, β) ἀσθενές φᾰ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φήμη]], [[φημίζω]], [[φῆμις]] -ιος (=[[λόγος]], [[φωνή]]), [[φημισμός]], [[ἐπιφημισμός]], [[ἐπιφήμισμα]], [[προφήτης]], [[ὑποφήτης]], [[φάσκω]], [[φάσις]] (=[[λόγος]]), [[ἀπόφασις]] (=ἄρνηση, κρίση), [[κατάφασις]] (=[[βεβαίωση]]), [[πρόφασις]], [[φάτις]] (=[[χρησμός]]), [[φατίζω]] (=[[διαφημίζω]]), [[φατέον]], [[φατέος]], [[ἀποφατικός]], [[καταφατικός]], [[φατός]], [[ἄφατος]], [[θέσφατος]], [[φωνή]], [[φωνέω]] -ῶ, [[φωνήεις]], [[φώνημα]], [[ἐκφώνημα]], [[ἐπιφώνημα]], [[φώνησις]], (ἀνα, ἀντι, ἐκ, προσ)[[φώνησις]], [[φωνητήριος]], [[φωνητής]], [[φωνητικός]], [[φωνητός]], [[φωνασκῶ]], [[φωνασκία]]. | |mantxt=(=λέω, [[ἰσχυρίζομαι]]). Ἀπό ρίζα φα- τοῦ [[φάω]], ἴδια μέ τό [[φαίνω]] (γιατί καί μέ τά λόγια φανερώνει κανείς κάτι). Θέματα: α) ἰσχυρό φη-, φω-, β) ἀσθενές φᾰ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φήμη]], [[φημίζω]], [[φῆμις]] -ιος (=[[λόγος]], [[φωνή]]), [[φημισμός]], [[ἐπιφημισμός]], [[ἐπιφήμισμα]], [[προφήτης]], [[ὑποφήτης]], [[φάσκω]], [[φάσις]] (=[[λόγος]]), [[ἀπόφασις]] (=[[ἄρνηση]], [[κρίση]]), [[κατάφασις]] (=[[βεβαίωση]]), [[πρόφασις]], [[φάτις]] (=[[χρησμός]]), [[φατίζω]] (=[[διαφημίζω]]), [[φατέον]], [[φατέος]], [[ἀποφατικός]], [[καταφατικός]], [[φατός]], [[ἄφατος]], [[θέσφατος]], [[φωνή]], [[φωνέω]] -ῶ, [[φωνήεις]], [[φώνημα]], [[ἐκφώνημα]], [[ἐπιφώνημα]], [[φώνησις]], (ἀνα, ἀντι, ἐκ, προσ)[[φώνησις]], [[φωνητήριος]], [[φωνητής]], [[φωνητικός]], [[φωνητός]], [[φωνασκῶ]], [[φωνασκία]]. | ||
}} | }} |