Anonymous

ὀρθός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , , $4, $5;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 57: Line 57:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝορθός.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρθιος]], [[ὀρθιάζω]], [[ὀρθίασμα]], [[ὀρθίασις]], [[ὀρθῶς]], [[ὀρθότης]], [[ὀρθόω]] (=σηκώνω, χτίζω), [[ὄρθωμα]], (δι, κατ)όρθωμα, [[ὄρθωσις]] (=ἀνόρθωση, διόρθωση), [[ὀρθωτήρ]], [[ὀρθωτής]], [[ἀνορθωτής]], [[διορθωτής]], [[ἀδιόρθωτος]], ἐπανορθῶ καί τά σύνθετα: [[ὀρθόπους]], [[ὀρθοποδῶ]], [[ὀρθοτόμος]], [[ὀρθοτομῶ]], [[ὀρθοτομία]], ὀρθοτόμως.
|mantxt=Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝορθός.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρθιος]], [[ὀρθιάζω]], [[ὀρθίασμα]], [[ὀρθίασις]], [[ὀρθῶς]], [[ὀρθότης]], [[ὀρθόω]] (=[[σηκώνω]], [[χτίζω]]), [[ὄρθωμα]], (δι, κατ)όρθωμα, [[ὄρθωσις]] (=[[ἀνόρθωση]], [[διόρθωση]]), [[ὀρθωτήρ]], [[ὀρθωτής]], [[ἀνορθωτής]], [[διορθωτής]], [[ἀδιόρθωτος]], ἐπανορθῶ καί τά σύνθετα: [[ὀρθόπους]], [[ὀρθοποδῶ]], [[ὀρθοτόμος]], [[ὀρθοτομῶ]], [[ὀρθοτομία]], ὀρθοτόμως.
}}
}}