3,274,873
edits
Line 57: | Line 57: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝορθός.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρθιος]], [[ὀρθιάζω]], [[ὀρθίασμα]], [[ὀρθίασις]], [[ὀρθῶς]], [[ὀρθότης]], [[ὀρθόω]] (=σηκώνω, χτίζω), [[ὄρθωμα]], (δι, κατ)όρθωμα, [[ὄρθωσις]] (=ἀνόρθωση, διόρθωση), [[ὀρθωτήρ]], [[ὀρθωτής]], [[ἀνορθωτής]], [[διορθωτής]], [[ἀδιόρθωτος]], ἐπανορθῶ καί τά σύνθετα: [[ὀρθόπους]], [[ὀρθοποδῶ]], [[ὀρθοτόμος]], [[ὀρθοτομῶ]], [[ὀρθοτομία]], ὀρθοτόμως. | |mantxt=Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝορθός.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρθιος]], [[ὀρθιάζω]], [[ὀρθίασμα]], [[ὀρθίασις]], [[ὀρθῶς]], [[ὀρθότης]], [[ὀρθόω]] (=[[σηκώνω]], [[χτίζω]]), [[ὄρθωμα]], (δι, κατ)όρθωμα, [[ὄρθωσις]] (=[[ἀνόρθωση]], [[διόρθωση]]), [[ὀρθωτήρ]], [[ὀρθωτής]], [[ἀνορθωτής]], [[διορθωτής]], [[ἀδιόρθωτος]], ἐπανορθῶ καί τά σύνθετα: [[ὀρθόπους]], [[ὀρθοποδῶ]], [[ὀρθοτόμος]], [[ὀρθοτομῶ]], [[ὀρθοτομία]], ὀρθοτόμως. | ||
}} | }} |