Anonymous

ψιλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἄδεντρος, [[γυμνός]], [[χωρίς]] [[τρίχες]]). Ψιλοί (=στρατιῶτες ἐλαφρά ὁπλισμένοι). Ἔχει σχέση μέ τό [[ψάω]] ψήω (=[[τρίβω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψιλικός]], [[ψιλῶς]], [[ψιλότης]], [[ψιλόω]] -ῶ (=ἀπογυμνώνω, [[στερῶ]]), [[ψίλωθρον]] (=[[ἀλοιφή]] γιά νά πέφτουν οἱ [[τρίχες]]), [[ψίλωμα]] (=κόκκαλο ἀπογυμνωμένο ἀπό τίς σάρκες), [[ψίλωσις]], [[ἀποψίλωσις]], [[ψιλωτέον]], [[ψιλωτής]], [[ψιλωτικός]], [[ψιλόκρανος]] (=[[φαλακρός]]), ψιλοκορρῶ ἤ -κορσῶ (=εἶμαι [[φαλακρός]]), [[ψιλόκουρος]] (=ὁ κουρεμένος [[μέχρι]] τό [[δέρμα]]).
|mantxt=(=[[ἄδεντρος]], [[γυμνός]], [[χωρίς]] [[τρίχες]]). Ψιλοί (=στρατιῶτες ἐλαφρά ὁπλισμένοι). Ἔχει σχέση μέ τό [[ψάω]] ψήω (=[[τρίβω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψιλικός]], [[ψιλῶς]], [[ψιλότης]], [[ψιλόω]] -ῶ (=[[ἀπογυμνώνω]], [[στερῶ]]), [[ψίλωθρον]] (=[[ἀλοιφή]] γιά νά πέφτουν οἱ [[τρίχες]]), [[ψίλωμα]] (=κόκκαλο ἀπογυμνωμένο ἀπό τίς σάρκες), [[ψίλωσις]], [[ἀποψίλωσις]], [[ψιλωτέον]], [[ψιλωτής]], [[ψιλωτικός]], [[ψιλόκρανος]] (=[[φαλακρός]]), ψιλοκορρῶ ἤ -κορσῶ (=εἶμαι [[φαλακρός]]), [[ψιλόκουρος]] (=ὁ κουρεμένος [[μέχρι]] τό [[δέρμα]]).
}}
}}