Anonymous

τύμβος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τούμπα, [[τάφος]]). Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρῆμα]] [[τύφω]] (=[[καπνίζω]]), γιατί ὁ [[τύμβος]] ἦταν τό [[μέρος]], ὅπου κάηκε ὁ [[νεκρός]]. Ἀλλά [[ἐπειδή]] [[τύμβος]] σημαίνει [[λόφος]], [[ὕψωμα]], [[ἴσως]] μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τή ρίζα τυ- ([[τύλη]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυμβάς]] (=[[μάγισσα]]), [[τυμβεύω]], [[τύμβευμα]], [[τυμβήρης]], [[τύμβιος]], [[τυμβογέρων]], [[τυμβωρύχος]].
|mantxt=(=[[τούμπα]], [[τάφος]]). Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρῆμα]] [[τύφω]] (=[[καπνίζω]]), γιατί ὁ [[τύμβος]] ἦταν τό [[μέρος]], ὅπου κάηκε ὁ [[νεκρός]]. Ἀλλά [[ἐπειδή]] [[τύμβος]] σημαίνει [[λόφος]], [[ὕψωμα]], [[ἴσως]] μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τή ρίζα τυ- ([[τύλη]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυμβάς]] (=[[μάγισσα]]), [[τυμβεύω]], [[τύμβευμα]], [[τυμβήρης]], [[τύμβιος]], [[τυμβογέρων]], [[τυμβωρύχος]].
}}
}}
{{trml
{{trml