Anonymous

χάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, "
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀναγκάζω]] κάποιον νά φύγη), χάζομαι (=ὑποχωρῶ, [[φεύγω]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα χατῆς λέξης [[χήρα]]. Ἴσως ἀκόμα συγγενικό μέ τά ρήμ. [[σκεδάννυμι]], [[σχάζω]], [[κιχάνω]], [[χαίνω]].
|mantxt=(=[[ἀναγκάζω]] κάποιον νά φύγη), χάζομαι (=[[ὑποχωρῶ]], [[φεύγω]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα χατῆς λέξης [[χήρα]]. Ἴσως ἀκόμα συγγενικό μέ τά ρήμ. [[σκεδάννυμι]], [[σχάζω]], [[κιχάνω]], [[χαίνω]].
}}
}}