3,274,447
edits
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=γεννιέμαι, [[συμβαίνω]]). Ρίζα γενκαί μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασιασμό: γι → γι-γεν-ομαι καί μέ [[συγκοπή]] του ε → [[γίγνομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[γενεά]], [[γενεαλογία]], [[γενάρχης]], ἡ [[γενέθλη]] (=[[φυλή]], ἀπόγονοι), [[γενέθλιος]], τό [[γένεθλον]] (=[[καταγωγή]]), [[γενέσιος]], τά γενέσια (=[[ἡμέρα]] σέ ἀνάμνηση τῶν νεκρῶν), [[γένεσις]], [[γενεσιουργός]] (=[[δημιουργός]]), [[γενέτειρα]] (=[[μητέρα]]), [[γενετήρ]], [[γενέτης]] (=[[πατέρας]]), [[γενετή]], [[γενετήριος]], [[γενέτωρ]], [[γενητός]], [[ἀγένητος]], [[γενικός]], [[γένος]] (=[[καταγωγή]]), [[μονογενής]], [[εὐγενής]] (=ἀπό καλό [[γένος]]), [[ἀγενής]], [[ἰθαγενής]], [[συγγενής]], [[γηγενής]] (=[[ντόπιος]]), [[ὁμογενής]], [[γνήσιος]], [[γνησιότης]], [[νεογνόν]], [[κασίγνητος]], [[γονεύς]], [[γονή]], [[γόνιμος]] (=[[εὔφορος]]), [[γόνος]] (=τό παιδί, γέννηση), [[ἀπόγονος]], [[ἐπίγονος]], [[ἐγγονός]], [[ὀψίγονος]] (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀργά), [[ζωογόνος]], μεταγενέστερος (ἀπό τό [[μεταγενής]]), [[προγενέστερος]] (ἀπό τό [[προγενής]]), [[δευτερογενής]], [[γυνή]] -γυναικός, [[γυναικεῖος]], [[Ἰφιγένεια]], [[παλιγγενεσία]], [[πρωτόγονος]], [[πώγων]] (τό πω προθεματ. Σημαίνει τό πηγούνι, μπροστά ἀπό τό πηγούνι). Ἀπ τήν ἴδια ρίζα γενκαί οἱ λέξεις: [[γάμος]], [[γαμβρός]]. | |mantxt=(=[[γεννιέμαι]], [[συμβαίνω]]). Ρίζα γενκαί μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασιασμό: γι → γι-γεν-ομαι καί μέ [[συγκοπή]] του ε → [[γίγνομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[γενεά]], [[γενεαλογία]], [[γενάρχης]], ἡ [[γενέθλη]] (=[[φυλή]], ἀπόγονοι), [[γενέθλιος]], τό [[γένεθλον]] (=[[καταγωγή]]), [[γενέσιος]], τά γενέσια (=[[ἡμέρα]] σέ ἀνάμνηση τῶν νεκρῶν), [[γένεσις]], [[γενεσιουργός]] (=[[δημιουργός]]), [[γενέτειρα]] (=[[μητέρα]]), [[γενετήρ]], [[γενέτης]] (=[[πατέρας]]), [[γενετή]], [[γενετήριος]], [[γενέτωρ]], [[γενητός]], [[ἀγένητος]], [[γενικός]], [[γένος]] (=[[καταγωγή]]), [[μονογενής]], [[εὐγενής]] (=ἀπό καλό [[γένος]]), [[ἀγενής]], [[ἰθαγενής]], [[συγγενής]], [[γηγενής]] (=[[ντόπιος]]), [[ὁμογενής]], [[γνήσιος]], [[γνησιότης]], [[νεογνόν]], [[κασίγνητος]], [[γονεύς]], [[γονή]], [[γόνιμος]] (=[[εὔφορος]]), [[γόνος]] (=τό παιδί, γέννηση), [[ἀπόγονος]], [[ἐπίγονος]], [[ἐγγονός]], [[ὀψίγονος]] (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀργά), [[ζωογόνος]], μεταγενέστερος (ἀπό τό [[μεταγενής]]), [[προγενέστερος]] (ἀπό τό [[προγενής]]), [[δευτερογενής]], [[γυνή]] -γυναικός, [[γυναικεῖος]], [[Ἰφιγένεια]], [[παλιγγενεσία]], [[πρωτόγονος]], [[πώγων]] (τό πω προθεματ. Σημαίνει τό πηγούνι, μπροστά ἀπό τό πηγούνι). Ἀπ τήν ἴδια ρίζα γενκαί οἱ λέξεις: [[γάμος]], [[γαμβρός]]. | ||
}} | }} |