3,274,921
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1, $3, ") |
|||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[πατῶ]], [[τσαλαπατῶ]], [[βαδίζω]]). Ἀπό ρίζα στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ [[στέμβω]]. Θέματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στιβάζω]] (=[[πατῶ]]), [[στιβαρός]] (=[[δυνατός]], [[στερεός]]), [[στιβάς]] άδος (=[[ἀχυρόστρωμα]]), [[στίβος]] (=[[δρόμος]] πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), [[στιβέω]] -ῶ (=[[περπατῶ]]), [[στιβεία]], [[στιβεύς]] (=[[ὁδοιπόρος]]), [[στίβη]] (=[[πάχνη]]), [[ἀστιβής]] (=[[ἀπάτητος]], [[ἔρημος]]), [[στιπτός]] ἤ [[στειπτός]] (=[[πατημένος]]), [[στιπτός]] [[γέρων]] (=γέροντας σκληραγωγημένος), [[στῖφος]], τό (=[[σῶμα]] συμπυκνωμένο, πυκνή παράταξη), [[στιφρός]] (=[[στερεός]]), [[στοιβή]] (=παραγέμισμα, [[σωρός]], [[ὄγκος]]), [[στοιβάζω]] (=[[συμπυκνώνω]]). | |mantxt=(=[[πατῶ]], [[τσαλαπατῶ]], [[βαδίζω]]). Ἀπό ρίζα στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ [[στέμβω]]. Θέματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στιβάζω]] (=[[πατῶ]]), [[στιβαρός]] (=[[δυνατός]], [[στερεός]]), [[στιβάς]] άδος (=[[ἀχυρόστρωμα]]), [[στίβος]] (=[[δρόμος]] πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), [[στιβέω]] -ῶ (=[[περπατῶ]]), [[στιβεία]], [[στιβεύς]] (=[[ὁδοιπόρος]]), [[στίβη]] (=[[πάχνη]]), [[ἀστιβής]] (=[[ἀπάτητος]], [[ἔρημος]]), [[στιπτός]] ἤ [[στειπτός]] (=[[πατημένος]]), [[στιπτός]] [[γέρων]] (=γέροντας σκληραγωγημένος), [[στῖφος]], τό (=[[σῶμα]] συμπυκνωμένο, πυκνή παράταξη), [[στιφρός]] (=[[στερεός]]), [[στοιβή]] (=[[παραγέμισμα]], [[σωρός]], [[ὄγκος]]), [[στοιβάζω]] (=[[συμπυκνώνω]]). | ||
}} | }} |