Anonymous

ληρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=εἶμαι [[ἀνόητος]], φλυαρῶ). Ἀπό τό [[λῆρος]] (=[[ἀνοησία]], [[φλυαρία]]. Σάν ἐπίθ. [[ἀνόητος]]). Τό [[λῆρος]] [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[λάλος]] [[λάσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λήρημα]], [[λήρησις]], [[παραλήρημα]], [[παραλήρησις]], [[ληρολόγος]] (=[[φλύαρος]]), [[ληρώδης]] (=[[ἀνόητος]]).
|mantxt=-ῶ (=εἶμαι [[ἀνόητος]], [[φλυαρῶ]]). Ἀπό τό [[λῆρος]] (=[[ἀνοησία]], [[φλυαρία]]. Σάν ἐπίθ. [[ἀνόητος]]). Τό [[λῆρος]] [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[λάλος]] [[λάσκω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λήρημα]], [[λήρησις]], [[παραλήρημα]], [[παραλήρησις]], [[ληρολόγος]] (=[[φλύαρος]]), [[ληρώδης]] (=[[ἀνόητος]]).
}}
}}