3,273,036
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾱπέτης''': -ου, Ἰων. [[δρηπέτης]], εω, ὁ, (ἐκ τοῦ [[διδράσκω]], δρᾶναι)· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν [[δοῦλος]], δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· [[βίος]] δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος [[βῶλος]] χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, [[κωμῳδία]] τοῦ Κρατίνου. | |lstext='''δρᾱπέτης''': -ου, Ἰων. [[δρηπέτης]], εω, ὁ, (ἐκ τοῦ [[διδράσκω]], [[δρᾶναι]])· - ὁ φεύγων, Λατ. fugitivus, βασιλέος, ἀπὸ τοῦ βασιλέως, Ἡρόδ. 3. 137· - ἰδίως ὁ δραπετεύσας, κρυφίως φυγὼν [[δοῦλος]], δούλοισι, καὶ τοῦτο δρηπέτῃσι ὁ αὐτ. 6. 11· δρ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 60. 2) ὡς ἐπίθ., ποὺς δρ. Εὐρ. Ὀρ. 1498· [[βίος]] δρ. Ἀνθ. Π. 10. 87· οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον… μεθείς, οὐχὶ τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ διαλυθῇ καὶ νὰ μὴ ἐξαχθῇ ἐκ τῆς κληρωτίδος, οἷος [[βῶλος]] χώματος, Σοφ. Αἴ. 1285. - Πιθ. μεθ’ ὑπαινιγμοῦ πρὸς τὸν μῦθον περὶ Κρεσφόντου, ὡς διηγεῖται αὐτὸν ὁ Ἀπολλόδ. 2. 8, 4. ΙΙ. θηλ. δρᾱπέτις, ιδος, Σοφ. Ἀποσπ. 148, Ἀνθ. Π. 12. 80· Δραπέτιδες, [[κωμῳδία]] τοῦ Κρατίνου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. δραπέτισσα και [[δραπέτις]], η) (AM [[δραπέτης]]<br />θηλ. [[δραπέτις]], η)<br /><b>1.</b> κρατούμενος, [[φυλακισμένος]], [[δούλος]] κ.λπ., που έφυγε [[κρυφά]], [[φυγάς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το [[καθήκον]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας ευκνημίδες<br /><b>2.</b> δίπτερο της οικογένειας [[εμπιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> φρ. «[[δραπέτης]] [[βίος]]» — σύντομη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στη λ. [[δραπέτης]] απαντά θ. <i>δρᾶπ</i>- στο οποίο ανερμήνευτο παραμένει το -<i>π</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[διδράσκω]])]. | |mltxt=ο (θηλ. δραπέτισσα και [[δραπέτις]], [[η]]) (AM [[δραπέτης]]<br />θηλ. [[δραπέτις]], [[η]])<br /><b>1.</b> κρατούμενος, [[φυλακισμένος]], [[δούλος]] κ.λπ., που έφυγε [[κρυφά]], [[φυγάς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το [[καθήκον]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας ευκνημίδες<br /><b>2.</b> δίπτερο της οικογένειας [[εμπιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δούλος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> φρ. «[[δραπέτης]] [[βίος]]» — σύντομη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στη λ. [[δραπέτης]] απαντά θ. <i>δρᾶπ</i>- στο οποίο ανερμήνευτο παραμένει το -<i>π</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[διδράσκω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |