Anonymous

αὐστηρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐστηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[αξιοπρεπής]], [[εγκρατής]]<br /><b>3.</b> (για ύφος κειμένων) [[λιτός]], [[απέριττος]], [[χωρίς]] στολίδια<br /><b>4.</b> (για τη [[γεύση]]) [[πικρός]], [[οξύς]], [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληρός]], [[πιεστικός]], [[επαχθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για πρόσωπα) [[δύστροπος]], [[στρυφνός]], [[σκυθρωπός]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[τραχύς]], [[ανώμαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αυστ</i>- (πιθ. του ρηματικού επιθ. <i>αυστός</i> του <i>αὔω</i> ή <i>αὕω</i> «[[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αυχμηρός]], [[λυπηρός]], [[μοχθηρός]], [[οδυνηρός]], [[τολμηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. [[αυστηρός]] με την αρχική [[σημασία]] της «[[ξηρός]], [[οξύς]], [[πικρός]] στη [[γεύση]]» χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα μεν για το [[νερό]], από τον Ιπποκράτη δε για το [[κρασί]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[γλυκύς]], ενώ με ανάλογη [[χρήση]] απαντά και [[σήμερα]] σε ορισμένα ιδιώματα ([[πρβλ]]. αυστηρό [[ξίδι]], Κεφαλονιά). Ήδη από την ελληνιστική περίοδο το επίθ. [[αυστηρός]] αποκτά την τρέχουσα [[ηθική]] [[σημασία]] «[[σοβαρός]], [[σκληρός]], [[ανεπιεικής]]» και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα. Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό επίθ. [[δριμύς]], το οποίο αρχικά μεν σημαίνει [[επίσης]] «[[οξύς]], [[πικρός]]», αργότερα όμως προσλαμβάνει κι αυτό τη [[σημασία]] «[[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυστηρότητα]] (-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρία]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐστηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[αξιοπρεπής]], [[εγκρατής]]<br /><b>3.</b> (για ύφος κειμένων) [[λιτός]], [[απέριττος]], [[χωρίς]] στολίδια<br /><b>4.</b> (για τη [[γεύση]]) [[πικρός]], [[οξύς]], [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληρός]], [[πιεστικός]], [[επαχθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για πρόσωπα) [[δύστροπος]], [[στρυφνός]], [[σκυθρωπός]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[τραχύς]], [[ανώμαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αυστ</i>- (πιθ. του ρηματικού επιθ. <i>αυστός</i> του <i>αὔω</i> ή <i>αὕω</i> «[[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αυχμηρός]], [[λυπηρός]], [[μοχθηρός]], [[οδυνηρός]], [[τολμηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. [[αυστηρός]] με την αρχική [[σημασία]] της «[[ξηρός]], [[οξύς]], [[πικρός]] στη [[γεύση]]» χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα μεν για το [[νερό]], από τον Ιπποκράτη δε για το [[κρασί]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[γλυκύς]], ενώ με ανάλογη [[χρήση]] απαντά και [[σήμερα]] σε ορισμένα ιδιώματα ([[πρβλ]]. αυστηρό [[ξίδι]], [[Κεφαλονιά]]). Ήδη από την ελληνιστική περίοδο το επίθ. [[αυστηρός]] αποκτά την τρέχουσα [[ηθική]] [[σημασία]] «[[σοβαρός]], [[σκληρός]], [[ανεπιεικής]]» και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα. Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό επίθ. [[δριμύς]], το οποίο αρχικά μεν σημαίνει [[επίσης]] «[[οξύς]], [[πικρός]]», αργότερα όμως προσλαμβάνει κι αυτό τη [[σημασία]] «[[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυστηρότητα]] (-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm