Anonymous

θεάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=θεῶμαι (=[[βλέπω]], παρατηρῶ). Ἄλλος [[τύπος]] τοῦ [[θάομαι]] (=[[ἐκπλήσσομαι]]). Ἀπό τή λέξη [[θέα]] καί κατάληξη -ομαι → [[θεάομαι]] -θεῶμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[θέαμα]], [[θεάμων]] (=[[θεατής]]), [[φιλοθεάμων]], [[θεατής]], [[θεατέος]], [[θεατέον]], [[θεατικός]], [[θεατός]], [[ἀθέατος]], [[ἀξιοθέατος]], [[θέατρον]], [[θεατρικός]], [[θεατρίζω]] (=[[ξευτελίζω]]), θεατρίζομαι (=[[ντροπιάζομαι]]), [[θεατρώνης]].
|mantxt=θεῶμαι (=[[βλέπω]], [[παρατηρῶ]]). Ἄλλος [[τύπος]] τοῦ [[θάομαι]] (=[[ἐκπλήσσομαι]]). Ἀπό τή λέξη [[θέα]] καί κατάληξη -ομαι → [[θεάομαι]] -θεῶμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[θέαμα]], [[θεάμων]] (=[[θεατής]]), [[φιλοθεάμων]], [[θεατής]], [[θεατέος]], [[θεατέον]], [[θεατικός]], [[θεατός]], [[ἀθέατος]], [[ἀξιοθέατος]], [[θέατρον]], [[θεατρικός]], [[θεατρίζω]] (=[[ξευτελίζω]]), θεατρίζομαι (=[[ντροπιάζομαι]]), [[θεατρώνης]].
}}
}}