Anonymous

τρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Θέματα: α) θρεχ = τρεχ+ω = [[τρέχω]], β) τροχ-, μέ ἑτεροίωση, γ) δραμ- ([[ἔδραμον]]), δ) δρομ-, μέ ἑτεροίωση ([[δρόμος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τροχός]], [[τροχάζω]] (=[[τρέχω]] γρήγορα), [[τροχαϊκός]], [[τροχαῖος]], [[τροχαλός]], [[τροχάδην]], [[τροχαντήρ]], [[τροχήλατος]] (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό), [[τροχιά]], [[τροχίας]] (=[[ἀγγελιοφόρος]]), [[τροχίζω]] (=[[βασανίζω]]), [[τροχιλία]], ἡ (=[[καρούλι]]), [[τροχίλος]] (=μικρό πουλί), [[τροχιός]] (=[[στρόγγυλος]]), [[τρόχις]], ὁ (=[[ἀγγελιοφόρος]]), [[τροχίσκος]], [[τροχοειδής]], [[τροχόεις]], [[τρόχμαλος]] (=λιθάρι στρόγγυλο), [[ἴσως]] τό [[τράχηλος]], [[περιθρεκτέον]], [[δράμημα]] ἤ [[δρόμημα]] (=[[τρέξιμο]]), [[δραμητέον]], [[δρομάς]], (=αὐτός πού τρέχει), [[δρομαῖος]], [[δρομεύς]], τά σύνθ.: (ἀνα, δια ἐκ, ἐπι, κατα, παρα, συν, ὑπο)[[δρομή]], [[δρομίας]] (=[[εἶδος]] ψαριοῦ), [[δρομικός]] (ἀνα, ἐκ, προ)[[δρομικός]], [[δρόμιος]], [[δρόμος]], (διά, [[περί]], [[πρό]], σύν)δρομος, [[δολιχοδρόμος]], [[ἱππόδρομος]], [[λαμπαδηδρομία]], σταδιοδρομῶ, [[ταχυδρόμος]], [[δρόμων]] -ωνος (=ἐλαφρό [[πλοῖο]]).
|mantxt=Θέματα: α) θρεχ = τρεχ+ω = [[τρέχω]], [[β]]) τροχ-, μέ ἑτεροίωση, γ) δραμ- ([[ἔδραμον]]), δ) δρομ-, μέ ἑτεροίωση ([[δρόμος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τροχός]], [[τροχάζω]] (=[[τρέχω]] γρήγορα), [[τροχαϊκός]], [[τροχαῖος]], [[τροχαλός]], [[τροχάδην]], [[τροχαντήρ]], [[τροχήλατος]] (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό), [[τροχιά]], [[τροχίας]] (=[[ἀγγελιοφόρος]]), [[τροχίζω]] (=[[βασανίζω]]), [[τροχιλία]], ἡ (=[[καρούλι]]), [[τροχίλος]] (=μικρό πουλί), [[τροχιός]] (=[[στρόγγυλος]]), [[τρόχις]], ὁ (=[[ἀγγελιοφόρος]]), [[τροχίσκος]], [[τροχοειδής]], [[τροχόεις]], [[τρόχμαλος]] (=λιθάρι στρόγγυλο), [[ἴσως]] τό [[τράχηλος]], [[περιθρεκτέον]], [[δράμημα]] ἤ [[δρόμημα]] (=[[τρέξιμο]]), [[δραμητέον]], [[δρομάς]], (=αὐτός πού τρέχει), [[δρομαῖος]], [[δρομεύς]], τά σύνθ.: (ἀνα, δια ἐκ, ἐπι, κατα, παρα, συν, ὑπο)[[δρομή]], [[δρομίας]] (=[[εἶδος]] ψαριοῦ), [[δρομικός]] (ἀνα, ἐκ, προ)[[δρομικός]], [[δρόμιος]], [[δρόμος]], (διά, [[περί]], [[πρό]], [[σύν]])δρομος, [[δολιχοδρόμος]], [[ἱππόδρομος]], [[λαμπαδηδρομία]], σταδιοδρομῶ, [[ταχυδρόμος]], [[δρόμων]] -ωνος (=ἐλαφρό [[πλοῖο]]).
}}
}}
{{elmes
{{elmes