Anonymous

δεσπότης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δεσπότης]]<br />Α θηλ. [[δεσπότις]], η και [[δεσπότειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του σπιτιού, ο [[ιδιοκτήτης]], ο [[οικοδεσπότης]]<br /><b>2.</b> ο Κύριος, ο Θεός<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την απόλυτη [[κυριότητα]] κάποιου πράγματος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[επίσκοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(κλητ.)</b> <i>Δέσποτα</i><br />[[προσφώνηση]] για οποιονδήποτε κληρικό, [[κυρίως]] για τον πρεσβύτερο<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καλά ειν' τα φαρδομάνικα μα τά φορούν οι δεσποτάδες» — για όσους επιθυμούν [[κάτι]] υπερβολικά ανώτερο τών δυνατοτήτων του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] βασιλέων, αυτοκρατόρων, κυβερνητών, ανώτατων αξιωματούχων, πριγκίπων<br /><b>2.</b> ο [[Χριστός]]<br /><b>3.</b> ο Πατήρ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[ηγεμόνας]] δεσποτάτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο του κόσμου τούτου [[δεσπότης]]» — ο [[διάβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κύριος]] (σε [[αντίθεση]] με τους δούλους).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεμ</i>-<i>σ</i>-[[πότης]]. Η λ. [[δεσπότης]] ταυτίζεται με αντίστοιχο τύπο της αρχ. ινδ. <i>dampati</i>- (και με [[αντιμετάθεση]] <i>patirdan</i>), αβεστ. <i>d∂ng paitiš</i> «[[κύριος]] του σπιτιού». Πρόκειται για σύνθετη [[λέξη]], της οποίας το α' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ <i>dems</i>-, <i>το</i> οποίο άλλοι ερμήνευσαν ως γενική ενός αρχαίου ονόματος με σημ. «[[σπίτι]]» ([[πρβλ]]. [[δόμος]]) και άλλοι ως παρεκτεταμένο τ. της ρίζας <i>dem</i>- του [[δέμω]] με ένα -<i>s</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθηματικού -<i>es</i>-. Για το β' συνθετικό [[πρβλ]]. [[πόσις]] (<i>λατ</i>. <i>potis</i>). Ως [[προς]] τον μορφολογικό σχηματισμό η λ. [[δεσπότης]] εμφανίζεται με [[θέμα]] σε -<i>ā</i>, [[αντί]] του αναμενόμενου θέματος σε -<i>i</i> ([[πόσις]])<br />[[πρβλ]]. [[αγκυλομήτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγκύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]]). Η λ. [[δεσπότης]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, [[καθώς]] και οι αντίστοιχες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών, είχε αρχικά τη [[σημασία]] «[[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τους <i>οικέτες</i> «δούλους». Αργότερα, και συγκεκριμένα στους ρωμαϊκούς και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η [[σημασία]] της λ. διευρύνθηκε και η λ. χαρακτήρισε τον ανώτατο ηγεμόνα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο [[οποίος]] ήταν «[[κύριος]] του οίκου» του, δηλ. όλου του βασιλείου. Έπειτα η λ. έγινε [[τιμητικός]] [[τίτλος]] για ορισμένα [[μέλη]] της βασιλικής οικογένειας που αργότερα, επί τουρκοκρατίας, απονέμονταν στον χριστιανό διοικητή μιας επαρχίας (π.χ. [[δεσπότης]] του Μορέως). Τέλος, στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως ανώτατο εκκλησιαστικό [[αξίωμα]], αποδίδεται δηλ. στον επίσκοπο, ενώ με τη [[σημασία]] που δήλωνε αρχικά η λ. [[δεσπότης]] χρησιμοποιείται [[σήμερα]] το ήδη αρχαίο (μεταγενέστερο) σύνθετο του [[δεσπότης]], το [[οικοδεσπότης]]. Ήδη στην αρχαία η λ. [[δεσπότης]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό διαφόρων παραγώγων και σύνθετων λέξεων, από τα οποία τα πιο [[σημαντικά]] [[είναι]]: α) ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τα υποκοριστικά [[δεσποτίσκος]] και [[δεσποτίδιον]]<br />τα επίθετα [[δεσποτικός]], [[δεσπότειος]] και, με συριστικοποίηση του τ ([[τροπή]] του τ σε σ), [[δεσπόσυνος]] και [[δεσπόσιος]]<br />τα θηλ. ουσιαστικά [[δεσπότις]] (-<i>ιδος</i>) και [[δεσπότειρα]] (για τον σχηματισμό του θηλ. [[δέσποινα]] <b>βλ. λ.</b>)<br />τα (μετονοματικά) ρήματα [[δεσπόζω]], [[δεσποτέω]], -<i>ώ</i> και πιθ. [[δεσποτεύω]]. β) ΣΥΝΘΕΤΑ: <i>αυτοδεσπότης</i>, [[οικοδεσπότης]], [[συνοικοδεσπότης]], [[τριγωνοδεσπότης]] και [[φιλοδεσπότης]].
|mltxt=ο (AM [[δεσπότης]]<br />Α θηλ. [[δεσπότις]], η και [[δεσπότειρα]], [[η]])<br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του σπιτιού, ο [[ιδιοκτήτης]], ο [[οικοδεσπότης]]<br /><b>2.</b> ο Κύριος, ο Θεός<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την απόλυτη [[κυριότητα]] κάποιου πράγματος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[επίσκοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(κλητ.)</b> <i>Δέσποτα</i><br />[[προσφώνηση]] για οποιονδήποτε κληρικό, [[κυρίως]] για τον πρεσβύτερο<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καλά ειν' τα φαρδομάνικα μα τά φορούν οι δεσποτάδες» — για όσους επιθυμούν [[κάτι]] υπερβολικά ανώτερο τών δυνατοτήτων του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] βασιλέων, αυτοκρατόρων, κυβερνητών, ανώτατων αξιωματούχων, πριγκίπων<br /><b>2.</b> ο [[Χριστός]]<br /><b>3.</b> ο Πατήρ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[ηγεμόνας]] δεσποτάτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο του κόσμου τούτου [[δεσπότης]]» — ο [[διάβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κύριος]] (σε [[αντίθεση]] με τους δούλους).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεμ</i>-<i>σ</i>-[[πότης]]. Η λ. [[δεσπότης]] ταυτίζεται με αντίστοιχο τύπο της αρχ. ινδ. <i>dampati</i>- (και με [[αντιμετάθεση]] <i>patirdan</i>), αβεστ. <i>d∂ng paitiš</i> «[[κύριος]] του σπιτιού». Πρόκειται για σύνθετη [[λέξη]], της οποίας το α' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ <i>dems</i>-, <i>το</i> οποίο άλλοι ερμήνευσαν ως γενική ενός αρχαίου ονόματος με σημ. «[[σπίτι]]» ([[πρβλ]]. [[δόμος]]) και άλλοι ως παρεκτεταμένο τ. της ρίζας <i>dem</i>- του [[δέμω]] με ένα -<i>s</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθηματικού -<i>es</i>-. Για το β' συνθετικό [[πρβλ]]. [[πόσις]] (<i>λατ</i>. <i>potis</i>). Ως [[προς]] τον μορφολογικό σχηματισμό η λ. [[δεσπότης]] εμφανίζεται με [[θέμα]] σε -<i>ā</i>, [[αντί]] του αναμενόμενου θέματος σε -<i>i</i> ([[πόσις]])<br />[[πρβλ]]. [[αγκυλομήτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγκύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]]). Η λ. [[δεσπότης]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, [[καθώς]] και οι αντίστοιχες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών, είχε αρχικά τη [[σημασία]] «[[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τους <i>οικέτες</i> «δούλους». Αργότερα, και συγκεκριμένα στους ρωμαϊκούς και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η [[σημασία]] της λ. διευρύνθηκε και η λ. χαρακτήρισε τον ανώτατο ηγεμόνα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο [[οποίος]] ήταν «[[κύριος]] του οίκου» του, δηλ. όλου του βασιλείου. Έπειτα η λ. έγινε [[τιμητικός]] [[τίτλος]] για ορισμένα [[μέλη]] της βασιλικής οικογένειας που αργότερα, επί τουρκοκρατίας, απονέμονταν στον χριστιανό διοικητή μιας επαρχίας (π.χ. [[δεσπότης]] του Μορέως). Τέλος, στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως ανώτατο εκκλησιαστικό [[αξίωμα]], αποδίδεται δηλ. στον επίσκοπο, ενώ με τη [[σημασία]] που δήλωνε αρχικά η λ. [[δεσπότης]] χρησιμοποιείται [[σήμερα]] το ήδη αρχαίο (μεταγενέστερο) σύνθετο του [[δεσπότης]], το [[οικοδεσπότης]]. Ήδη στην αρχαία η λ. [[δεσπότης]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό διαφόρων παραγώγων και σύνθετων λέξεων, από τα οποία τα πιο [[σημαντικά]] [[είναι]]: α) ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τα υποκοριστικά [[δεσποτίσκος]] και [[δεσποτίδιον]]<br />τα επίθετα [[δεσποτικός]], [[δεσπότειος]] και, με συριστικοποίηση του τ ([[τροπή]] του τ σε σ), [[δεσπόσυνος]] και [[δεσπόσιος]]<br />τα θηλ. ουσιαστικά [[δεσπότις]] (-<i>ιδος</i>) και [[δεσπότειρα]] (για τον σχηματισμό του θηλ. [[δέσποινα]] <b>βλ. λ.</b>)<br />τα (μετονοματικά) ρήματα [[δεσπόζω]], [[δεσποτέω]], -<i>ώ</i> και πιθ. [[δεσποτεύω]]. β) ΣΥΝΘΕΤΑ: <i>αυτοδεσπότης</i>, [[οικοδεσπότης]], [[συνοικοδεσπότης]], [[τριγωνοδεσπότης]] και [[φιλοδεσπότης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεσπότης''': -ου, ὁ· κλητικὴ δέσποτᾰ· αἰτιατικὴ δεσπότεα, Ἡρόδ. 1. 11, κτλ. (ἴδε ἐν λέξει [[πόσις]], ὁ)· – [[κύριος]], [[δεσπότης]], ἰδίως ἐπὶ τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου, τοῦ οἰκογενειάρχου (πρβλ. [[οἰκοδεσπότης]]), Λατ. herus, dominus, δόμων Αἰσχύλ. Εὐμ. 60, κτλ.· [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν ὁ αὐτ. Πέρσ. 169· – [[κυρίως]] ἐν σχέσει πρὸς δούλους, Πλάτ. Παρμ. 133D, νόμ. 756Ε, κτλ.· δ. καὶ [[δοῦλος]] Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 3. κτλ.· [[ὥστε]] ἡ [[προσφώνησις]] τοῦ δούλου πρὸς τὸν κύριον [[αὐτοῦ]] ἦτο ὦ δέσποτ’ [[ἄναξ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 90, Ἀνδοκ. 3. 25· ὦναξ δέσποτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 389, Ἀποσπ. 492· – ἄλλως ἦτο ἐν χρήσει [[κυρίως]], 2) ἐπὶ Ἀσιανῶν ἀρχόντων, [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], οὗ οἱ ὑπήκοοι [[εἶναι]] δοῦλοι, Λατ. dominus, Ἡρόδ. 3. 89, Θουκ. 6. 77· [[τύραννος]] καὶ δ. Πλάτ. Νόμ. 859Α· καὶ τὸ πληθυντ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ τύραννοι, Αὐσχύλ. Ἀγ. 32, Χο. 53. 82· – ἀλλ’ οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ταύτην [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 88, Ἀριστοφ. Σφηξ. 875, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ κατέχων τι, [[κύριος]], [[κάτοχος]], κώμου, ναῶν Πινδ. Ο. 6. 30, Π. 4. 369· μαντευμάτων Αὐσχύλ. Θηβ. 27· τῶν Ἡρακλείων ὅπλων Σοφ. Φ. 262· ἑπτὰ δεσποτῶν, ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Εὐρ. Ἱκέτ. 636· τοῦ ὄρτυγος Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10· πρβλ. [[ἄναξ]]. – Μεθ’ Ὅμηρ., ἂν καὶ [[οὗτος]] μεταχειρίζεται τὸ [[δέσποινα]] ἐν Ὀδ.
|lstext='''δεσπότης''': -ου, ὁ· κλητικὴ δέσποτᾰ· αἰτιατικὴ δεσπότεα, Ἡρόδ. 1. 11, κτλ. (ἴδε ἐν λέξει [[πόσις]], [[]])· – [[κύριος]], [[δεσπότης]], ἰδίως ἐπὶ τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου, τοῦ οἰκογενειάρχου (πρβλ. [[οἰκοδεσπότης]]), Λατ. herus, dominus, δόμων Αἰσχύλ. Εὐμ. 60, κτλ.· [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν ὁ αὐτ. Πέρσ. 169· – [[κυρίως]] ἐν σχέσει πρὸς δούλους, Πλάτ. Παρμ. 133D, νόμ. 756Ε, κτλ.· δ. καὶ [[δοῦλος]] Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 3. κτλ.· [[ὥστε]] ἡ [[προσφώνησις]] τοῦ δούλου πρὸς τὸν κύριον [[αὐτοῦ]] ἦτο ὦ δέσποτ’ [[ἄναξ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 90, Ἀνδοκ. 3. 25· ὦναξ δέσποτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 389, Ἀποσπ. 492· – ἄλλως ἦτο ἐν χρήσει [[κυρίως]], 2) ἐπὶ Ἀσιανῶν ἀρχόντων, [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], οὗ οἱ ὑπήκοοι [[εἶναι]] δοῦλοι, Λατ. dominus, Ἡρόδ. 3. 89, Θουκ. 6. 77· [[τύραννος]] καὶ δ. Πλάτ. Νόμ. 859Α· καὶ τὸ πληθυντ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ τύραννοι, Αὐσχύλ. Ἀγ. 32, Χο. 53. 82· – ἀλλ’ οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ταύτην [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 88, Ἀριστοφ. Σφηξ. 875, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ κατέχων τι, [[κύριος]], [[κάτοχος]], κώμου, ναῶν Πινδ. Ο. 6. 30, Π. 4. 369· μαντευμάτων Αὐσχύλ. Θηβ. 27· τῶν Ἡρακλείων ὅπλων Σοφ. Φ. 262· ἑπτὰ δεσποτῶν, ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Εὐρ. Ἱκέτ. 636· τοῦ ὄρτυγος Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10· πρβλ. [[ἄναξ]]. – Μεθ’ Ὅμηρ., ἂν καὶ [[οὗτος]] μεταχειρίζεται τὸ [[δέσποινα]] ἐν Ὀδ.
}}
}}
{{etym
{{etym