Anonymous

εἵργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[εἱργνύω]] (=[[ἐμποδίζω]] τήν ἔξοδο, [[φυλακίζω]]). Ἀπό ρίζα ϝεργ + προθεματικό ε → ἐ-ϝέργω→ ἐ-έργ-ω καί μέ συναίρεση [[εἵργω]]. Μέ τό [[πρόσφυμα]] νυ → εἱργ-νύ-ω καί μέ κατάληξη -μι → [[εἵργνυμι]]. Σχετικά μέ τή δασεία δέ δεχόμαστε ὡς σωστό ὅτι: [[εἴργω]] =[[ἐμποδίζω]] τήν εἴσοδο, ἐνῶ [[εἵργω]]–[[εἵργνυμι]] =[[ἐμποδίζω]] την ἔξοδο, [[φυλακίζω]]. Μᾶλλον ἡ [[ἐναλλαγή]] τοῦ ψιλοῦ καί δασέος πνεύματος ὀφείλεται σέ φωνητικούς λόγους καί ἐξαρτιέται ἀπό [[τούς]] γειτονικούς φθόγγους.<br><b>Παράγωγα:</b> [[εἱργμός]] καί [[εἰργμός]] (=[[δεσμός]], φυλάκιση), [[εἰργμοφύλαξ]] (=[[δεσμοφύλακας]]), [[εἱρκτή]] (=[[φυλακή]]), [[εἱρκτέον]], [[ἕρκος]] (=[[περίφραγμα]]), [[κάθειρξις]], [[ἑρκίον]] (=[[περίβολος]]), [[ἑρκοῦρος]] (=ὁ [[φύλακας]] περιβόλου), [[Λυκοῦργος]], [[ὅρκος]] (=ὅ,τι ἐμποδίζει κάποιον νά κάνει κάτι), [[ἑρκάνη]] (=[[φραγμός]]), [[εὐερκής]] (=[[καλά]] φραγμένος), πολιορκῶ.
|mantxt=ἤ [[εἱργνύω]] (=[[ἐμποδίζω]] τήν ἔξοδο, [[φυλακίζω]]). Ἀπό ρίζα ϝεργ + προθεματικό ε → ἐ-ϝέργω→ ἐ-έργ-ω καί μέ συναίρεση [[εἵργω]]. Μέ τό [[πρόσφυμα]] νυ → εἱργ-νύ-ω καί μέ κατάληξη -μι → [[εἵργνυμι]]. Σχετικά μέ τή δασεία δέ δεχόμαστε ὡς σωστό ὅτι: [[εἴργω]] =[[ἐμποδίζω]] τήν εἴσοδο, ἐνῶ [[εἵργω]]–[[εἵργνυμι]] =[[ἐμποδίζω]] την ἔξοδο, [[φυλακίζω]]. Μᾶλλον ἡ [[ἐναλλαγή]] τοῦ ψιλοῦ καί δασέος πνεύματος ὀφείλεται σέ φωνητικούς λόγους καί ἐξαρτιέται ἀπό [[τούς]] γειτονικούς φθόγγους.<br><b>Παράγωγα:</b> [[εἱργμός]] καί [[εἰργμός]] (=[[δεσμός]], [[φυλάκιση]]), [[εἰργμοφύλαξ]] (=[[δεσμοφύλακας]]), [[εἱρκτή]] (=[[φυλακή]]), [[εἱρκτέον]], [[ἕρκος]] (=[[περίφραγμα]]), [[κάθειρξις]], [[ἑρκίον]] (=[[περίβολος]]), [[ἑρκοῦρος]] (=ὁ [[φύλακας]] περιβόλου), [[Λυκοῦργος]], [[ὅρκος]] (=ὅ,τι ἐμποδίζει κάποιον νά κάνει κάτι), [[ἑρκάνη]] (=[[φραγμός]]), [[εὐερκής]] (=[[καλά]] φραγμένος), πολιορκῶ.
}}
}}