Anonymous

ἀρχηγός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[αρχηγίνα]], η) (AM [[ἀρχηγός]], -όν)<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο επικεφαλής μιας ομάδας<br /><b>3.</b> (με αφηρημένες έννοιες) «[[αρχηγός]] μίσους» ή «[[αρχηγός]] στη [[φασαρία]]» — αυτός που πρωτοστατεί σε [[κάτι]] ή που έχει [[κάτι]] σε μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[αρχικός]] ή ο [[δημιουργικός]], αυτός που δημιουργεί ή προκαλεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[ιδρυτής]]<br />β) ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>3.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀρχηγόν</i><br />α) η δημιουργική [[δύναμη]]<br />β) το θεμελιώδες, το πρωταρχικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i> ([[πρβλ]]. [[αληγός]], [[κυνηγός]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχηγικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχηγείο]], [[αρχηγεύω]], [[αρχηγία]], [[αρχηγίσκος]], [[αρχηγώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[οπλαρχηγός]], [[συναρχηγός]], [[υπαρχηγός]]].
|mltxt=ο (θηλ. [[αρχηγίνα]], [[η]]) (AM [[ἀρχηγός]], -όν)<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο επικεφαλής μιας ομάδας<br /><b>3.</b> (με αφηρημένες έννοιες) «[[αρχηγός]] μίσους» ή «[[αρχηγός]] στη [[φασαρία]]» — αυτός που πρωτοστατεί σε [[κάτι]] ή που έχει [[κάτι]] σε μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[αρχικός]] ή ο [[δημιουργικός]], αυτός που δημιουργεί ή προκαλεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[ιδρυτής]]<br />β) ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>3.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀρχηγόν</i><br />α) η δημιουργική [[δύναμη]]<br />β) το θεμελιώδες, το πρωταρχικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i> ([[πρβλ]]. [[αληγός]], [[κυνηγός]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχηγικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχηγείο]], [[αρχηγεύω]], [[αρχηγία]], [[αρχηγίσκος]], [[αρχηγώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[οπλαρχηγός]], [[συναρχηγός]], [[υπαρχηγός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm