Anonymous

κολαφίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κολαφίζω]]) [[κόλαφος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] με την [[παλάμη]] ή με τη [[γροθιά]] κάποιον στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] ή [[δίνω]] [[γροθιά]] («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ [[πρόσωπον]] αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο [[πρόσωπο]] και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με [[ραβδιά]], ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]].
|mltxt=(AM [[κολαφίζω]]) [[κόλαφος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]] με την [[παλάμη]] ή με τη [[γροθιά]] κάποιον στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] ή [[δίνω]] [[γροθιά]] («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ [[πρόσωπον]] αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» — τον έφτυσαν στο [[πρόσωπο]] και τον χαστούκισαν κι άλλοι τον χτύπησαν με [[ραβδιά]], [[ΚΔ]])<br /><b>2.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm