3,273,164
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐράω''': [[ἐκχέω]], [[τύπος]] εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.<br />ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς [[εἶναι]] [[ἔραμαι]], ἠράμην), Ἰων. [[ἐρέω]], Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. [[ἐρώμενος]] (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ [[ἔραμαι]], γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ [[ἔραμαι]]. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, μετὰ γεν. προσ., [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα ([[ἐντεῦθεν]] παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν [[μεταξύ]] τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ [[φιλέω]] ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε [[φιλέω]] Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, [[ἐραστής]], Πινδ. Ο. 1. 128 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ [[ἔραμαι]]), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ [[ἐρώμενος]] Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον [[αὐτοῦ]], (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2. || ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εἰς ἔρωτα, ἐπιθυμῶ τι ἐμμανῶς, τυραννίδος Ἀρχίλ. 21· μάχης ἐρῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 392· [[μόνος]] θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 156· ἀμηχάνων ἐρᾷς Σοφ. Ἀντ. 90· πατρίδος ἐρᾶν Εὐρ. ἐν Φοιν. 359· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· θανεῖν ἐρᾷ Σοφ. Ἀντ. 220, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. | |lstext='''ἐράω''': [[ἐκχέω]], [[τύπος]] εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.<br />ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς [[εἶναι]] [[ἔραμαι]], [[ἠράμην]]), Ἰων. [[ἐρέω]], Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. [[ἐρώμενος]] (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ [[ἔραμαι]], γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ [[ἔραμαι]]. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, μετὰ γεν. προσ., [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα ([[ἐντεῦθεν]] παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν [[μεταξύ]] τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ [[φιλέω]] ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε [[φιλέω]] Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, [[ἐραστής]], Πινδ. Ο. 1. 128 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ [[ἔραμαι]]), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ [[ἐρώμενος]] Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον [[αὐτοῦ]], (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2. || ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εἰς ἔρωτα, ἐπιθυμῶ τι ἐμμανῶς, τυραννίδος Ἀρχίλ. 21· μάχης ἐρῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 392· [[μόνος]] θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 156· ἀμηχάνων ἐρᾷς Σοφ. Ἀντ. 90· πατρίδος ἐρᾶν Εὐρ. ἐν Φοιν. 359· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· θανεῖν ἐρᾷ Σοφ. Ἀντ. 220, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |