Anonymous

κολάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κλαδεύω]], τιμωρῶ). Μᾶλλον ἀπό τό ποιητ. ἐπίθ. [[κόλος]] (=[[κοντός]]) καί [[κολοβός]] (=[[περιορισμένος]]) ἀπό ὅπου και τό [[κολούω]] καί [[κόλουρος]]. Θέμα κο-λάδ-j-ω → [[κολάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κόλασις]] (=[[τιμωρία]]), [[κόλασμα]], [[κολασμός]], [[κολαστέος]], [[κολαστήρ]] καί [[κολαστής]] (=[[τιμωρός]]), [[κολαστικός]], [[κολάστρια]] καί [[κολάστειρα]], [[κολαστήριον]], [[ἀκόλαστος]].
|mantxt=(=[[κλαδεύω]], [[τιμωρῶ]]). Μᾶλλον ἀπό τό ποιητ. ἐπίθ. [[κόλος]] (=[[κοντός]]) καί [[κολοβός]] (=[[περιορισμένος]]) ἀπό ὅπου και τό [[κολούω]] καί [[κόλουρος]]. Θέμα κο-λάδ-j-ω → [[κολάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κόλασις]] (=[[τιμωρία]]), [[κόλασμα]], [[κολασμός]], [[κολαστέος]], [[κολαστήρ]] καί [[κολαστής]] (=[[τιμωρός]]), [[κολαστικός]], [[κολάστρια]] καί [[κολάστειρα]], [[κολαστήριον]], [[ἀκόλαστος]].
}}
}}