Anonymous

κρύσταλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 , $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[κρύσταλλος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] στερεό υλικό του οποίου τα άτομα [[είναι]] διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει [[κανονικότητα]] στην εξωτερική του [[επιφάνεια]] ως [[αντανάκλαση]] της εσωτερικής του συμμετρίας<br /><b>2.</b> [[διαφανής]] και [[καθαρός]] [[πάγος]] ή [[στρώμα]] πάγου που σχηματίζεται με το εξωτερικό [[ψύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λευκό]], πολύ καθαρό και διαφανές [[γυαλί]] που περιέχει [[συνήθως]] μόλυβδο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] διαυγές, διαφανές, σαφές<br /><b>3.</b> [[καθετί]] [[κρύο]], παγωμένο<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κρύσταλλοι</i><br />νεκρά κυτταροπλασματικά έγκλειστα που σχηματίζονται ως παραπροϊόντα της ανταλλαγής της ύλης από τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες συντελούνται στο [[κυτταρόπλασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσ.-χημ.</b> «[[υγρός]] [[κρύσταλλος]]» — υλικό το οποίο χαρακτηρίζεται από [[ρευστότητα]] [[αλλά]] διατηρεί παράλληλα και έναν βαθμό κρυσταλλικότητας, δηλ. κανονικής διάταξης τών δομικών μονάδων του<br />β) «ορεία [[κρύσταλλος]]» — σκληρή [[διαφανής]] και άχρωμη κρυσταλλική [[παραλλαγή]] του χαλαζία με υαλώδη [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νάρκη]], [[λήθαργος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον» — λεγόταν για κάποιον που, ενώ δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]], δεν θέλει και να το αφήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[κρύος]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρυστάλλι]], [[κρυσταλλίζω]], [[κρυστάλλινος]], [[κρυσταλλώδης]], [[κρυσταλλώνω]] (<i>κρυσταλλώ</i>)<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρυσταλλοειδής]], [[κρυσταλλόπηκτος]], [[κρυσταλλοφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρυσταλλοπήξ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κρυσταλλοροδοκόκκινος</i>, [[κρυσταλλόσαρκος]], [[κρυσταλλόστερνος]], <i>κρυσταλόχροιος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοποιείο]], [[κρυσταλλουργία]], [[κρυσταλλουργός]], <i>κρυσταλλοχιονάτος</i>, <i>κρυσταλλοχιονοτράχηλος</i>, [[κρυσταλλωρυχείο]]].
|mltxt=ο, η (AM [[κρύσταλλος]], [[]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] στερεό υλικό του οποίου τα άτομα [[είναι]] διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει [[κανονικότητα]] στην εξωτερική του [[επιφάνεια]] ως [[αντανάκλαση]] της εσωτερικής του συμμετρίας<br /><b>2.</b> [[διαφανής]] και [[καθαρός]] [[πάγος]] ή [[στρώμα]] πάγου που σχηματίζεται με το εξωτερικό [[ψύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λευκό]], πολύ καθαρό και διαφανές [[γυαλί]] που περιέχει [[συνήθως]] μόλυβδο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] διαυγές, διαφανές, σαφές<br /><b>3.</b> [[καθετί]] [[κρύο]], παγωμένο<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κρύσταλλοι</i><br />νεκρά κυτταροπλασματικά έγκλειστα που σχηματίζονται ως παραπροϊόντα της ανταλλαγής της ύλης από τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες συντελούνται στο [[κυτταρόπλασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσ.-χημ.</b> «[[υγρός]] [[κρύσταλλος]]» — υλικό το οποίο χαρακτηρίζεται από [[ρευστότητα]] [[αλλά]] διατηρεί παράλληλα και έναν βαθμό κρυσταλλικότητας, δηλ. κανονικής διάταξης τών δομικών μονάδων του<br />β) «ορεία [[κρύσταλλος]]» — σκληρή [[διαφανής]] και άχρωμη κρυσταλλική [[παραλλαγή]] του χαλαζία με υαλώδη [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νάρκη]], [[λήθαργος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον» — λεγόταν για κάποιον που, ενώ δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]], δεν θέλει και να το αφήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[κρύος]] (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρυστάλλι]], [[κρυσταλλίζω]], [[κρυστάλλινος]], [[κρυσταλλώδης]], [[κρυσταλλώνω]] (<i>κρυσταλλώ</i>)<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κρυσταλλοειδής]], [[κρυσταλλόπηκτος]], [[κρυσταλλοφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρυσταλλοπήξ]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κρυσταλλοροδοκόκκινος</i>, [[κρυσταλλόσαρκος]], [[κρυσταλλόστερνος]], <i>κρυσταλόχροιος</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυσταλλοποιείο]], [[κρυσταλλουργία]], [[κρυσταλλουργός]], <i>κρυσταλλοχιονάτος</i>, <i>κρυσταλλοχιονοτράχηλος</i>, [[κρυσταλλωρυχείο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρύσταλλος''': ὁ, ([[κρύος]], κρυσταίνω) καθαρὸς [[πάγος]], «κρούσταλλο», [[πάγος]], Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Θουκ. 3. 23· ― ὁ [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] κατέχειν δυναμένων [[μήτε]] μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, [[κρύσταλλος]] [[λίθος]], Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
|lstext='''κρύσταλλος''': ὁ, ([[κρύος]], [[κρυσταίνω]]) καθαρὸς [[πάγος]], «κρούσταλλο», [[πάγος]], Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· [[κρύσταλλος]] ἐπεπήγει οὐ [[βέβαιος]] Θουκ. 3. 23· ― ὁ [[παῖς]] τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν [[μήτε]] κατέχειν δυναμένων [[μήτε]] μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, [[τοῖος]] γὰρ [[κρύσταλλος]] ἐνίζεται [[αὐτίκα]] χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, [[κρύσταλλος]] [[λίθος]], Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
}}
}}
{{etym
{{etym