Anonymous

κηδεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, :.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φροντίδα γιά τό νεκρό, [[ταφή]], συμπεθεριό). Ἀπό τό [[κῆδος]] (ρίζα καδ-) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[κήδειος]] (=[[ἀγαπητός]]), [[ἐπικήδειος]], [[κηδεστής]] (=[[συγγενής]]), [[κηδεστία]], [[ἀκηδής]] (=[[ἄταφος]]), [[κηδεύω]] (=[[φροντίζω]], [[θάφτω]], [[συμπεθερεύω]]), [[κήδευμα]], [[κηδευτής]], [[κηδεύτρια]], [[κηδεύσιμος]], [[κήδω]] καί [[κήδομαι]] (=[[ταράζω]] μεσ. [[φροντίζω]]), [[κηδεμών]], [[κηδεμονία]], [[κηδεμονικός]], [[κηδεμονεύω]].
|mantxt=(=φροντίδα γιά τό νεκρό, [[ταφή]], [[συμπεθεριό]]). Ἀπό τό [[κῆδος]] (ρίζα καδ-) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[κήδειος]] (=[[ἀγαπητός]]), [[ἐπικήδειος]], [[κηδεστής]] (=[[συγγενής]]), [[κηδεστία]], [[ἀκηδής]] (=[[ἄταφος]]), [[κηδεύω]] (=[[φροντίζω]], [[θάφτω]], [[συμπεθερεύω]]), [[κήδευμα]], [[κηδευτής]], [[κηδεύτρια]], [[κηδεύσιμος]], [[κήδω]] καί [[κήδομαι]] (=[[ταράζω]] μεσ. [[φροντίζω]]), [[κηδεμών]], [[κηδεμονία]], [[κηδεμονικός]], [[κηδεμονεύω]].
}}
}}